Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024
Τελευταία Νέα

Το Ναυτικό Ισοζύγιο Ελλάδας-Τουρκίας – Τους έχουμε σε περίπτωση σύγκρουσης;..

Στο πλαίσιο της σύγκρισης, θα παρατεθούν συγκριτικά οι βασικότερες κατηγορίες συστημάτων ναυτικής ισχύος των δύο μερών, θα γίνει μία εκτίμηση της υφιστάμενης κατάσταση, καθώς και μία αδρή αναφορά στις αναμενόμενες μελλοντικές εξελίξεις.

Ποιος υπερισχύει στο Ναυτικό; To άρθρο δημοσιεύτηκε στο στρατιωτικό site ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ

Κύριες Μονάδες Επιφανείας

Ο κορμός κάθε ναυτικής δύναμης είναι οι κύριες μονάδες επιφανείας, με τις οποίες, κατ’ εξοχήν, διεκδικείται ο θαλάσσιος έλεγχος. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι κύριες ναυτικές μονάδες που τα δυο ναυτικά διαθέτουν για τον ρόλο αυτόν είναι οι φρεγάτες και, στην περίπτωση της Τουρκίας, και κορβέτες.

Το Τουρκικό Ναυτικό (ΤΝ), διαθέτει δεκαέξι (16) φρεγάτες και έναν αριθμό από κορβέτες, στην πράξη όμως μόνον οι δεκαέξι (16) φρεγάτες αποτελούν κύριες μονάδες επιφανείας.

Από τις φρεγάτες, οι οκτώ (8) είναι παλιές φρεγάτες κλάσης O.H. Perry, ριζικά ανακαινισμένες ως προς τα συστήματα μάχης, και υπόλοιπες οκτώ (8) είναι νεώτερες Meko 200TN, μοιρασμένες σε δύο διαδοχικές παραλλαγές (Track Ι και Track II).

Οι εκσυγχρονισμένες φρεγάτες O.H. Perry (κλάση «Gabya») είναι προσανατολισμένες κυρίως στον Α/Α πόλεμο, καθώς οι τέσσερεις εξ αυτών (TCG GiresunTCG GöksuTCG Gediz και TCG Gökova) φέρουν το ικανότατο τρισδιάστατο, μέσης ακτίνας ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SMART-S MK2 (3D), τύπου PESA, και εκτοξευτήρα Α/Α τύπου Mk41 Mod 2, μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης βλημάτων RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile) ενώ οι άλλες τέσσερεις φέρουν το παλαιότερο δισδιάστατο, μεγάλης ακτίνας ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SPS-49(V)4, και εκτοξευτήρα Mk 13 Mod 4 που βάλει πυραύλους Standard SM-1MR, μέσου βεληνεκούς. Για τα ανθυποβρυχιακά τους καθήκοντα είναι εξοπλισμένες με το παλαιό, πλέον, σόναρ SQS-53B αλλά υποστηρίζουν και ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο SH-60B. Η αντιπυραυλική προστασία των σκαφών είναι σχετικά ασθενής, αποτελούμενη από ένα μοναδικό σύστημα Phalanx.

Οι οκτώ (8) φρεγάτες κλάσης Meko 200 (Track I και II) είναι σαφώς νεώτερες φρεγάτες γενικής χρήσης, με νεώτερο (αν και όχι τεχνολογίας αιχμής) σόναρ SQS-56/DE 1160, και δυνατότητα μεταφοράς ανθυποβρυχιακού ελικοπτέρου. Εξ αυτών, οι τέσσερεις έχουν σαφώς ενισχυμένη αντιαεροπορική ικανότητα, καθώς φέρουν το προαναφερθέν ραντάρ αεροπορικής επιτήρησης SMART-S MK2 (3D) και εκτοξευτήρα Α/Α τύπου Mk41 (Mod 2 και Mod26), μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων.

Οι τέσσερεις πρώτες φρεγάτες (Track I) έχουν πρόσφατα εκσυγχρονισμένο συγκρότημα συσκευών Ηλεκτρονικού Πολέμου, εγχωρίως κατασκευασμένο από την Aselsan. Πέραν της ενισχυμένης δυνατότητας Ηλεκτρονικής Άμυνας και Ηλεκτρονικής Επίθεσης, το νέο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης που έχει εγκατεστημένο παρέχει σαφώς ενισχυμένη επίγνωση τακτικής καταστάσεως. Και οι οκτώ φρεγάτες φέρουν ισχυρότατη αντιπυραυλική προστασία από μια τριάδα από Sea Zenith.

Οι φρεγάτες αυτές συμπληρώνονται από δύο (2) -και στο άμεσο μέλλον τρεις (3)- κορβέτες κλάσης Milgem, ανθυποβρυχιακού, κυρίως, ρόλου. Τα σκάφη σχεδιάστηκαν με το εκτόπισμα 2.300 τόνους, και χαρακτηρίζονται «κορβέτες», χαρακτηρισμός κάπως υπερβολικός για αυτό το εκτόπισμα αλλά σε συμφωνία με τη μαχητική ισχύ του πλοίου. Το πλοίο είναι εξοπλισμένο με σύγχρονο ραντάρ έρευνας SMART-S MK2 (3D), όμως παραδόξως δεν έχει κανένα αντιαεροπορικό όπλο -πλην του πυροβόλου Super Rapido. Το σκάφος φέρει σόναρ TBT-01 Yakamoz, ανεπτυγμένο από την TUBITAK, αποτελεσματικότητας που εκτιμάται ότι απέχει από το να είναι «αιχμής», ενώ διαθέτει και υπόστεγο για την υποστήριξη ελικοπτέρου SH-60B. Το σκάφος διαθέτει ισχυρή αντιπυραυλική αυτοπροστασία, καθώς διαθέτει εγκατεστημένο σύστημα RAM.

Επιπλέον, το σκάφος είναι εξοπλισμένο με πυραύλους Harpoon. Βασικό πρόβλημα του σκάφους είναι πολύ κακή συμπεριφορά του στον καιρό, πράγμα που μειώνει δραματικά την όποια μαχητική του ισχύ υπό καιρικές συνθήκες έστω και ελαφρώς αντίξοες. Κατά τον σχεδιασμό του σκάφους ελήφθησαν εμφανή μέτρα για τη μείωση της ραδιοδιατομής, εξαιρετικά περιορισμένης αποτελεσματικότητας στην πράξη.

Τα σκάφη αυτά αποτελούν την πρώτη απόπειρα των Τούρκων να σχεδιάσουν ένα κύριο πολεμικό σκάφος και αποτέλεσαν προφανώς έναν «πιλότο» για τη ναυπηγική τεχνολογία της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον συζητήσιμο και τα σκάφη έχουν αποδειχτεί προβληματικά, καθώς η ναυπηγική σχεδίαση θεωρείται στην πράξη αποτυχημένη. Το σκάφος εξυπηρετεί έναν μάλλον ανορθόδοξο ρόλο στο πλαίσιο του τουρκικό στόλου: η έλλειψη ΑΑ συστήματος σημαίνει ότι το σκάφος δεν έχει δυνατότητα αυτοάμυνας πέραν αυτής που του δίνει το RAM. Η ανθυποβρυχιακή του ικανότητα είναι -κατ’ αρχήν- ανάλογη των δυνατοτήτων του Yakamoz, που είναι απίθανο να έχει εξαιρετικές επιδόσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά του σκάφους στον καιρό σημαίνει ραγδαία υποβάθμιση των επιδόσεων σε καιρό έστω και ελαφρώς αντίξοο.

Το σκάφος έχει δυνατότητα πολέμου επιφανείας, αφού φέρει Harpoon, όμως αυτή φαίνεται να είναι και η μόνη ουσιώδης ικανότητα της κλάσης. Σκοπός της ναυπήγησης της κλάσης είναι, δεδηλωμένα, η αντικατάσταση των σκαφών Burak (βλ. παρακάτω). Η αξία του σκάφους φαίνεται να έγκειται περισσότερο στη σχεδιαστική εμπειρία που προσέδωσε στο Τουρκικό Ναυτικό, παρά στην πολεμική του ισχύ.

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία έξι (6) σκαφών κλάσεως Burak (γαλλικής προελεύσεως κλάση «D’Estienne d’Orves» ή τύπου Α-69) στο Τουρκικό Ναυτικό. Τα σκάφη αυτά δεν είναι ακριβώς κύριες μονάδες στόλου, αλλά δεν ανήκουν και στην κατηγορία των κανονιοφόρων. Προορίζονται για παράκτιες ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, έχοντας το -παρωχημένο, πλέον- σόναρ DUBA-25, αλλά είναι εξοπλισμένες και με πυραύλους Exocet ΜΜ-38. Ασφαλώς δεν πρόκειται για ιδιαίτερα αξιόμαχα και σύγχρονα σκάφη, όμως σε συγκεκριμένες τακτικές καταστάσεις μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία κορεσμού ανθυποβρυχιακών μέσων, ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση όσο τα ελληνικά υποβρύχια δεν φέρουν τορπίλες βαρέως τύπου.

Το σύνολο αυτό των κυρίων μονάδων επιφανείας έχει ιδιαίτερα μεγάλες δυνατότητες αντιαεροπορικού πολέμου εξ αιτίας της χρήσης του ραντάρ SMART-S MK2 3D και του κατακόρυφου εκτοξευτήρα πυραύλων Mk41 στη μισή δύναμη, καθώς και την ύπαρξη μέσου βεληνεκούς πυραύλων SM-1MR, επίσης στη μισή δύναμη των κυρίων μονάδων. Η αντιαεροπορική ικανότητα περιοχής (όχι ικανότητα τεχνολογικής αιχμής, αλλά ούτε παρωχημένη, και πάντως τέτοια που απαιτεί από τον αντίπαλο προσεκτικό επιχειρησιακό σχεδιασμό για την αντιμετώπισή της, και του θέτει προσκόμματα στις επιχειρήσεις), μαζί με την εξαιρετική σημειακή αντιαεροπορική ικανότητα του στόλου, του παρέχουν τη δυνατότητα να επιχειρεί χωρίς να στηρίζεται στην επίτευξη αεροπορικής κυριαρχίας από τη φίλια αεροπορία.

Ειδικά στην περίπτωση που επιλέξει να ενεργήσει συγκεντρωτικά, η πυκνότητα του πλέγματος αντιαεροπορικής προστασίας που διαθέτει είναι τέτοια που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ΤΑΥΝΕ από τον αντίπαλο. Πέραν, δε, της δυνατότητας αυτοάμυνας που εξασφαλίζει αυτός ο συνδυασμός όπλων και αισθητήρων, καθώς εντάσσεται στο ενοποιημένο σύστημα αεράμυνας της Τουρκίας, δυσκολεύει κατά τρόπο υπολογίσιμο και επιθετικές συνδυασμένες αεροπορικές επιχειρήσεις της ΠΑ που θα επιδιώξουν να πλήξουν στόχους στο εσωτερικό της Τουρκίας, ενισχύει δηλαδή ουσιωδώς την αντιαεροπορική ικανότητα της Τουρκικής Αεροπορίας.

Αξιοσημείωτη είναι η ισχυρή αντιπυραυλική προστασία που έχει το μεγαλύτερο μέρος των κυρίων μονάδων του στόλου: οι οκτώ Meko 200 διαθέτουν τρία (3) αντιπυραυλικά συστήματα Sea Zenith, ενώ οι κορβέτες Milgem διαθέτουν εκτοξευτήρα RAM. Αντίθετα, οι οκτώ φρεγάτες Gabya έχουν ασθενή αντιπυραυλική προστασία, αποτελούμενη από ένα (1) σύστημα Phalanx ανά σκάφος.

Από το σύνολο των σκαφών αυτών, οι οκτώ (8) O.H. Perry είναι πολύ μεγάλης ηλικίας, με σημαντικά προβλήματα στον μηχανολογικό και ηλεκτρομηχανολογικό τους εξοπλισμό και σημαντικότατα προβλήματα διαθεσιμότητας λόγω των μακρών ακινησιών. Μικρότερα, αν και σημαντικά, αντίστοιχα προβλήματα παρουσιάζουν οι Meko 200TN.

Στον αντίποδα, η ελληνική πλευρά διαθέτει ένα σύνολο από δέκα τρείς (13) κύριες μονάδες στόλου: τέσσερεις (4) κλάσης «Ύδρα» (Meko-200ΗΝ), έξι (6) «εκσυγχρονισμένες» κλάσης «Έλλη» και τρεις (3) μη εκσυγχρονισμένες κλάσης «Έλλη».

Οι τέσσερεις πιο αξιόμαχες μονάδες του στόλου είναι οι «μεσήλικες» κλάσης «Ύδρα». Στον αντιαεροπορικό ρόλο ο βασικός αισθητήρας του σκάφους είναι το –όχι ιδιαίτερα σύγχρονο, πλέον– τρισδιάστατο ραντάρ αεροπορικής και ναυτικής επιτήρησης μικρής ακτίνας MW-08, τύπου PESA, προηγούμενης γενιάς σε σχέση με το SMART-S MK2, το οποίο αποτελεί τον διάδοχό του στα προϊόντα της κατασκευάστριας Thales.

Βασικό αντιαεροπορικό όπλο του σκάφους είναι ο εκτοξευτήρας Mk 48 Mod 2, μαζικής κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων RIM-162 ESSM. Για τον ανθυποβρυχιακό ρόλο, ο βασικός αισθητήρας του σκάφους είναι το σόναρ SQS-56/DE1160, που είναι σχετικά σύγχρονος αισθητήρας. Η αντιπυραυλική προστασία της κλάσης βασίζεται σε δύο (2) συστήματα Phalanx, καθώς και στην αντιπυραυλική λειτουργία των RIM-162.

Ο κορμός του Ελληνικού Στόλου αποτελείται από τις εννέα πεπαλαιωμένες και επιχειρησιακά πλέον ξεπερασμένες φρεγάτες κλάσης «Έλλη». Ο βασικός αντιαεροπορικός αισθητήρας του πλοίου είναι το –όχι ιδιαίτερα σύγχρονο, πλέον– δισδιάστατο ραντάρ επιτήρησης «μεγάλης ακτίνας» ραντάρ LW-08, με παραβολική κεραία, τεχνολογίας της δεκαετίας του ’70, κατά πολύ υποδεέστερο του τρισδιάστατου SMART-S MK2. Το βασικό αντιαεροπορικό όπλο της κλάσης είναι ο -εξαιρετικά περιορισμένων δυνατοτήτων έναντι επιθέσεων κορεσμού- κλασικός οκταπλός εκτοξευτήρας των RIM-7M.

Ο βασικός ανθυποβρυχιακός αισθητήρας της κλάσης είναι το παρωχημένο σόναρ SQS-505 ή, σε κάποια σκάφη, το επίσης παρωχημένο SQS-509. Τα πλοία διαθέτουν ασθενή αντιπυραυλική προστασία, παρεχόμενη από δύο ή ένα αντιπυραυλικά συστήματα Phalanx. Από το σύνολο των εννέα φρεγατών, οι έξι (6) εξ αυτών έχουν υποστεί μικρής έκτασης εκσυγχρονισμό, που αφορά όμως ελάχιστα σε αισθητήρες και όπλα -όπως πχ την προσθήκη ηλεκτροοπτικού MIRADOR. Ο εκσυγχρονισμός αφορούσε κυρίως στα ηλεκτρομηχανολογικά στοιχεία του σκάφους και στο σύστημα πληροφοριών μάχης (TACTICOS).

Όπως είναι προφανές από την ηλικία και την εντατική χρήση των σκαφών, τα ηλεκτρομηχανολογικά και μηχανολογικά τους συστήματα έχουν υποστεί εξαιρετικά μεγάλη κόπωση, με αποτέλεσμα μακρές ακινησίες και περιόδους μη διαθεσιμότητας, φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο για τις μη εκσυγχρονισμένες.

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η συνολική κατάσταση σε ότι αφορά τις μονάδες επιφανείας διαμορφώνεται σήμερα ως εξής:

Η τουρκική πλευρά έχει ένα ουσιώδες αριθμητικό πλεονέκτημα (είκοσι μονάδες έναντι δεκατριών). Οι μονάδες της τουρκικής πλευράς είναι, συνολικά νεώτερες από τις ελληνικές, οι οποίες έχουν οξύτατο πρόβλημα παλαιότητας (το 70% των μονάδων είναι στο όριο απόσυρσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το Τ.Ν. είναι 40%).

Οι τουρκικές μονάδες έχουν σαφή προσανατολισμό στον αντιαεροπορικό ρόλο, με μεγάλο αριθμό από σύγχρονα ραντάρ επιτήρησης τριών διαστάσεων και γενικευμένη χρήση εκτοξευτήρων κατακόρυφης μαζικής εξαπόλυσης σύγχρονων βλημάτων μικρού βεληνεκούς (Evolved Sea Sparrow), ή παλαιότερων ραντάρ πολύ μεγάλου βεληνεκούς και πυραύλων μέσου βεληνεκούς (SM-1). Επιπλέον, το σύνολο των μονάδων διαθέτει ισχυρή αντιπυραυλική προστασία. Το σύνολο αντιαεροπορικών αισθητήρων και όπλων, μαζί με την ισχυρή αντιπυραυλική προστασία, σε συνδυασμό μάλιστα με το πλήθος των κυρίων μονάδων, προσδίδουν στον τουρκικό στόλο μια ιδιαίτερα ισχυρή αντιαεροπορική ικανότητα.

Επιχειρήσεις τακτικής αεροπορικής υποστήριξης των ναυτικών επιχειρήσεων εκ μέρους της ΠΑ θα είναι εξαιρετικά δύσκολες, ενώ σε περίπτωση επιχειρήσεως αποκλεισμού νήσου ή μικρονήσου εκ μέρους του ΤΝ, οι κύριες μονάδες του στόλου θα συνεισφέρουν ουσιωδώς στην προσπάθεια αποκατάστασης αεροπορικής κυριαρχίας, καθιστώντας την περιοχή εξαιρετικά επικίνδυνη για τα μαχητικά της ΠΑ.  Αντιστρόφως, η αντιαεροπορική ικανότητα των ελληνικών κυρίων μονάδων είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αφού αυτά δεν διαθέτουν σύγχρονους αισθητήρες για τον ρόλο αυτόν, ενώ τα μόνα αξιοσημείωτα όπλα είναι οι Evolved Sparrow των τεσσάρων Meko 200 ΗΝ.

Από ανθυποβρυχιακής πλευράς, τα σκάφη και των δύο πλευρών είναι εξοπλισμένα με σχετικά παρωχημένης τεχνολογίας και περιορισμένων δυνατοτήτων μέσα. Τα χρησιμοποιούμενα σόναρ είναι τεχνολογίας της δεκαετίας του ’70-’80, κι αυτό ενώ η εκατέρωθεν υποβρυχιακή απειλή είναι ιδιαίτερα οξεία και κρίσιμης επιχειρησιακής σημασίας.

Υποβρύχια

Ο τομέας των υποβρυχίων παραμένει ο μοναδικός στον οποίον το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει ένα σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα καθώς και σημαντικό αριθμό σκαφών, που υπολείπεται οριακά μόνον του αντιστοίχου αριθμού του Τουρκικού Ναυτικού. Φυσικά, καθώς οι δύο κατηγορίες σκαφών συνήθως δεν βρίσκονται σε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ τους, το αριθμητικό ισοζύγιο δεν έχει καθ’ εαυτό κρίσιμη σημασία· η ουσία, όμως, είναι πάντως ότι στον υποβρυχιακό τομέα το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει μία ισχυρή και σύγχρονη παρουσία.

Ειδικότερα, το ΠΝ διαθέτει τέσσερα (4) κορυφαία συμβατικά υποβρύχια 214ΗΝ, ένα (1) εκσυγχρονισμένο (με το πρόγραμμα NEPTUNE II) 209/1200, τρία (3) απλά 209/1200 καθώς και τρία (3) απλά, παλαιότερα 209/1100, συνολικά δηλαδή ένδεκα (11) σκάφη. Την ίδια στιγμή, το Τουρκικό Ναυτικό διαθέτει τέσσερα (4) εκσυγχρονισμένα υποβρύχια 209/1400, τέσσερα (4) απλά 209/1400 καθώς και τέσσερα (4) υποβρύχια 209/1200, δηλαδή ένα σύνολο από δώδεκα (12) σκάφη.

Τα υποβρύχια 214HN είναι τα κορυφαία υποβρύχια της Ανατολικής Μεσογείου, κι ενδεχομένως τα κορυφαία παγκοσμίως συμβατικά υποβρύχια, με εξαίρεση τις νεώτερες παραλλαγές της ίδιας κλάσης, που φυσιολογικά ενσωματώνουν οριακές βελτιώσεις. Η υπεροχή τους έγκειται σε δύο βασικά στοιχεία –χωρίς να εξαντλείται σε αυτά: το πρώτο είναι το σύστημα αναερόβιας πρόωσης (AIP), που τους παρέχει τη δυνατότητα αθόρυβης πλεύσης (με τα ηλεκτρικά στοιχεία και χωρίς τη χρήση θορυβωδών ντιζελοκινητήρων) για πολλές ημέρες. Το δεύτερο είναι το -έτι περαιτέρω- μειωμένο ακουστικό ίχνος του συνολικού συστήματος, που εκτιμάται ότι είναι κατά μία τάξη μεγέθους μικρότερο έναντι της προηγούμενης κλάσης (209).

Τα δύο αυτά στοιχεία παρέχουν σημαντικά αυξημένη δυνατότητα επιθετικής δράσης και ασφαλούς διαφυγής στο περιβάλλον του Αιγαίου, όπου η υδρογραφική του φύση ευνοεί, ούτως ή άλλως, την υποβρυχιακή δράση. Αυτό δεν ισχύει εξ ίσου για το περιβάλλον της Αν. Μεσογείου, όπου τα υποβρύχια είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα στις ανθυποβρυχιακές αεροναυτικές μονάδες. Επιπλέον αυτών, το υποβρύχιο διαθέτει σύστημα αισθητήρων σόναρ τελευταίας γενιάς (SCU90). Το εκσυγχρονισμένο σκάφος 209/1200 (υποβρύχιο S-118 ΩΚΕΑΝΟΣ), που έχει επίσης αποκτήσει αναερόβια πρόωση, έχει προφανώς το ένα από τα δύο πλεονεκτήματα, διατηρώντας το, ούτως ή άλλως σχετικά περιορισμένο- ακουστικό ίχνος της έκδοσής του, ιδιαίτερα βελτιωμένο – με διάφορα μέτρα – έναντι των απλών σκαφών της κλάσης του.

Τα μη εκσυγχρονισμένα 209/1200 και τα σαρανταπεντάχρονα, πλέον, 209/1100 προφανώς δεν διαθέτουν κανένα από τα πλεονεκτήματα αυτά. Επιπλέον, η ηλικία επιδρά τόσο στη διαθεσιμότητα των υποβρυχίων όσο και στο ακουστικό ίχνος τους, το οποίο με την πάροδο του χρόνου αυξάνεται. Βασικό πρόβλημα των ελληνικών υποβρυχίων, ακόμη και των πιο σύγχρονων, αποτελεί η χρήση τορπιλών SUT και SST-4, τεχνολογίας δεκαετίας ‘70, που περιορίζει σημαντικά τις επιθετικές τους δυνατότητες.

Τα τουρκικά υποβρύχια 209/1400 είναι η απώτατη εξέλιξη της κλάσης 209, με το χαμηλότερο ακουστικό ίχνος της κλάσης (με την εξαίρεση του S-118 ΩΚΕΑΝΟΣ), εξαιρετικά σύγχρονο σύστημα ακουστικών αισθητήρων SCU90 (ίδιο με αυτό των ελληνικών 214HN) και με δεδομένη τη μικρή τους -σχετικά- ηλικία, δεν έχουν ιδιαίτερα προβλήματα διαθεσιμότητας ή αύξησης του ακουστικού τους ίχνους λόγω φθοράς. Από τα 209/1400, τα τέσσερα (4) έχουν εκσυγχρονιστεί, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα (4)  παραμένουν στην αρχική μορφή

Σε κάθε περίπτωση όμως, παραμένουν προηγούμενης γενιάς υποβρύχια, και το ίδιο ισχύει τόσο για τα εκσυγχρονισμένα όσο και για τα μη εκσυγχρονισμένα σκάφη της κλάσης. Τα τέσσερα 209/1200 παραμένουν αξιόμαχα, με την ηλικία όμως να έχει την επιρροή της στη διαθεσιμότητα και το ακουστικό ίχνος. Στα εκσυγχρονισμένα υποβρύχια προστίθενται τα μεγάλης ηλικίας έξι μη εκσυγχρονισμένα 209. Τα υποβρύχια αυτά επανδρώνονται από πληρώματα που θεωρούνται επίλεκτα εντός των κόλπων του ΠΝ και κορυφαία στο είδος τους στο NATO, όπως βεβαιώνεται αξιόπιστα από τις επιδόσεις τους σε πολύπλοκες και ρεαλιστικές συμμαχικές ασκήσεις.

Όπως αναφέρθηκε, στον τομέα των υποβρυχίων το αριθμητικό ισοζύγιο καθ’ εαυτό δεν έχει κεντρική σημασία, γιατί τα υποβρύχια συνήθως δεν αντιπαρατίθενται μεταξύ τους και μάλιστα συγκεντρωτικά. Αυτό που έχει σημασία στον τομέα των υποβρυχίων είναι η ποσοτική επάρκεια για τις αποστολές τους καθώς και η ποιοτική τους επάρκεια έναντι των ανθυποβρυχιακών απειλών.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι το 55% της δύναμης των ελληνικών υποβρυχίων είναι στο όριο της απόσυρσης, σε αντίθεση με το 29% της αντίστοιχης τουρκικής δύναμης, ενώ και μεταξύ των υποβρυχίων των δύο πλευρών που είναι στο όριο της απόσυρσης, τα ελληνικά είναι κατά μία δεκαετία γηραιότερα έναντι των αντιστοίχων τουρκικών.

Επισημαίνεται ότι το Αιγαίο αποτελεί ιδανικό χώρο δράσης υποβρυχίων και οι ακτίνες εντοπισμού ιδιαίτερα μικρές σε σχέση με άλλα περιβάλλοντα, ο δε υποβρυχιακός αγώνας είναι κατ’ εξοχήν αγώνας τακτικής δεξιότητας. Αυτό σημαίνει ότι αφ’ ενός τα σύγχρονα υποβρύχια είναι εξαιρετικά επικίνδυνα στο περιβάλλον αυτό, αφ’ ετέρου και ότι και τα σχετικά παλαιά υποβρύχια παραμένουν -σε κάποιον βαθμό- αξιόμαχα· αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που το ΠΝ διατηρεί εν ενεργεία τρία υποβρύχια περίπου σαράντα πέντε – πενήντα ετών.

Το ΠΝ έχει, θεωρητικά, επαρκή υποβρύχια για να καλύψει τους τομείς περιπολιών του και να συγκεντρώσει επαρκή ισχύ όπου καταστεί αντιληπτή τουρκική ναυτική συγκέντρωση -αν και με σοβαρά ερωτηματικά για το αξιόμαχο των έξι παλαιότερων, ηλικίας 40-46 ετών.

Ο υποβρυχιακός αγώνας είναι κατ’ εξοχήν αγώνας τακτικής, και κανένα τεχνικό χαρακτηριστικό δεν εξασφαλίζει από μόνο του την επικράτηση· το πολύ χαμηλό ακουστικό ίχνος των 214 μαζί με την ικανότητά τους να κινούνται επί μακρόν με τα ηλεκτρικά τους στοιχεία –άρα να προσεγγίσουν με άνεση στην περιοχή του στόχου τους, να παραμείνουν σε αυτήν αθόρυβα εν αναμονή της ευκαιρίας επιθέσεως και να διαφύγουν χωρίς πίεση χρόνου για ανάδυση– τους δίνει ένα πολύ σημαντικό τακτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα προηγούμενης γενιάς υποβρύχια. Αυτό ισχύει εν μέρει για το εκσυγχρονισμένο ελληνικό υποβρύχιο ΩΚΕΑΝΟΣ (σε ότι αφορά τον χρόνο καταδύσεως και εν μέρει το ακουστικό ίχνος).

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική απειλή είναι επίσης μεγάλη σε έκταση και ιδιαίτερα σημαντική σε ποιότητα. Οφείλει να τονιστεί ότι, όπως και τα ελληνικά, και τα τουρκικά πληρώματα υποβρυχίων θεωρούνται επίλεκτα στους κόλπους του ΤΝ, και οι επιδόσεις τους δεν είναι ευκαταφρόνητες.

Τα υποβρύχια είναι της κλάσης 209 (με την πλειοψηφία τους -τα οκτώ /1400- να είναι η κορύφωση των δυνατοτήτων της κλάσης και εξοπλισμένα με το κορυφαίο σύστημα σόναρ CSU90, ίδιο με αυτό των ελληνικών 214HN) και πολύ νεώτερα από τα ελληνικά αντίστοιχα ενώ χρησιμοποιούν γερμανικές τορπίλες τελευταίας τεχνολογίας DM2A4, τις οποίες στερούνται τα αντίστοιχα ελληνικά. Επιπλέον πρόκειται να δράσουν σε περιβάλλον που ευνοεί ιδιαιτέρως τις υποβρυχιακές επιχειρήσεις, τουλάχιστον σε ότι αφορά το Αιγαίο, και έναντι αντιπάλου (ελληνικών μονάδων επιφανείας) που δεν έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ανθυποβρυχιακή ικανότητα.

Πυραυλάκατοι

H επόμενη κατηγορία σκαφών που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι τα Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνομένων Βλημάτων. Το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει ένα σύνολο από δέκα επτά (17) σκάφη, που ανήκουν σε τέσσερεις κλάσεις: Πέντε (5) σκάφη τύπου Super Vita, πέντε (5) σκάφη τύπου Combattante IIIB, τέσσερα (4) σκάφη Combattante IIIA και τρία (3) σκάφη τύπου S-148. Στον αντίποδα, το Τουρκικό Ναυτικό διαθέτει δέκα εννέα (19) σκάφη που κατανέμονται σε τέσσερεις κλάσεις: εννέα (9) σκάφη κλάσεως Kiliç, δύο (2) σκάφη κλάσεως Yildiz, τέσσερα (4) σκάφη κλάσεως Rüzgar και τέσσερα (4) σκάφη κλάσεως Doğan.

Σε γενικές γραμμές, λόγω της φύσης τους, τα σκάφη αυτά επιδιώκουν να εμπλακούν «αφανώς», δηλαδή με ελάχιστες ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές και σε απόκρυψη, «αγκιστρωμένα» σε σημεία που αποτρέπουν τον εντοπισμό τους. Συνεπώς, κρίσιμης σημασίας για την επίδοσή τους είναι οι δυνατότητές τους να σχηματίσουν τακτική εικόνα με τις ελάχιστες δυνατές εκπομπές και, κυρίως, με παθητικά μέσα (μέσα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης και ηλεκτροοπτικά μέσα) και με δικτυακή ανταλλαγή τακτικών πληροφορικών.

Στην κατηγορία αυτή, τα πλέον σύγχρονα σκάφη του ΠΝ είναι οι πέντε (5) ΤΣΚΒ κλάσεως Ρουσέν («τύπου Super Vita»). Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-40 BlII και BlIII. Τα σκάφη διαθέτουν σύγχρονο και ικανό ηλεκτροοπτικό συγκρότημα Mirador, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.

Τα σκάφη διαθέτουν, πέραν των συνήθων όπλων αυτοάμυνας, και το αντιπυραυλικό σύστημα RAM Mk31, που αυξάνει κατακόρυφα τις δυνατότητες επιβίωσής τους. Τα σκάφη έχουν σχετικά μεγάλο για την κατηγορία τους μέγεθος, που καθιστά την αποτελεσματική αγκίστρωση δύσκολη. Από την άλλη, το μεγαλύτερο μέγεθος τους επιτρέπει ελαφρώς καλύτερη συμπεριφορά στον καιρό και τη δυνατότητα επιπλέον εξοπλισμού – εξ ου και η δυνατότητα του RAM. Επιπλέον, στα σκάφη αυτά έχουν ληφθεί εκτεταμένα μέτρα μείωσης του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους.

Η επόμενη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ –όχι κατ’ ανάγκην και η πιο σύγχρονη- είναι η κλάση Καβαλούδης («τύπου Combattante IIIB»), με πέντε (5) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Penguin, που όμως αντικαθίσταται από πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη διαθέτουν το απηρχαιωμένο ηλεκτροοπτικό Panda (ελέγχου πυρός), το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.

H αμέσως παλαιότερη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ, αν και πιο σύγχρονη από πλευράς εξοπλισμού, είναι η κλάση Λάσκος («τύπου Combattante IIIA»), με τέσσερα (4) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-38, που αντικαθίστανται από πυραύλους Exocet ΜΜ-40 και RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη διαθέτουν το σύγχρονο ηλεκτροοπτικό Mirador, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.

Τέλος, η παλαιότερη ηλικιακά κλάση πυραυλακάτων του ΠΝ είναι η κλάση Βότσης («τύπου S148»), με τρία (3) σκάφη. Τα σκάφη είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους Exocet MM-38, που αντικαθίστανται από πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα σκάφη δεν διαθέτουν ηλεκτροοπτικό σύστημα, το σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης DR300SLW καθώς και Link-11.

Στον αντίποδα, το ΤΝ διαθέτει επίσης έναν σημαντικό αριθμό Ταχέων Περιπολικών ΚΒ, σε γενικές γραμμές αντίστοιχα των Combattante. Πρόκειται για ένα σύνολο από δεκαεννέα (19) πυραυλακάτους τεσσάρων κλάσεων (Kiliç, Yildiz, Doğan και Rüzgar) που αποτελούν σταδιακή μετεξέλιξη της ιδίας κλάσης.

Στην -πλέον σύγχρονη- κλάση Kiliç ανήκουν εννέα (9) σκάφη. Τα σκάφη έχουν είναι εξοπλισμένα με βασικό επιθετικό όπλο τους πυραύλους RGM-84C Harpoon. Τα τρία πρωτα σκάφη διαθέτουν σύγχρονο ηλεκτροοπτικό σύστημα LIOD Mk2 ενώ τα υπόλοιπα έξι σκάφη διαθέτουν το ηλεκτροοπτικό-μικροκυματικό σύστημα LIROD Mk2, ενώ το σύνολο των σκαφών διαθέτει   το μάλλον παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης Cutlass 1C της Racal, καθώς και Link-11. Επιπλέον, στην κλάση αυτή έχουν ληφθεί εμφανή μέτρα περιορισμού του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους του σκάφους.

Η επόμενη, περιορισμένη αριθμητικά, κλάση Yildiz έχει δύο μόνον σκάφη. Όπως και όλα τα σκάφη του ΤΝ, είναι εξοπλισμένα με τον πύραυλο RGM-84C Harpoon ενώ διαθέτουν σύγχρονο ηλεκτροοπτικό σύστημα LIOD Mk2, σχετικά παρωχημένο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης Cutlass B1 καθώς και Link-11.

Παρόμοιο εξοπλισμό έχουν και τα τέσσερα (4) σκάφη της επόμενης ηλικιακά κλάση Rüzgar. Οι πύραυλοι είναι RGM-84C Harpoon, το ηλεκτροοπτικό LIOD Mk2, σύγχρονο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης ARES-2N της Aselsan καθώς και Link-11.

Τέλος, τα τέσσερα (4) παλαιότερα σκάφη της κατηγορίας ανήκουν στην κλάση Doğan, κι αυτά με πυραύλους RGM-84C Harpoon, το ηλεκτροοπτικό LIOD Mk2, σύγχρονο σύστημα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης ELDES-21 -προϊόν από κοινού ανάπτυξης της Thales και της τουρκικής εταιρείας Mikes- καθώς και Link-11.

Συνολικά, τόσο το ΠΝ όσο και το ΤΝ έχουν επαρκή αριθμό πυραυλακάτων για να καλύψουν ικανοποιητικά τις περιοχές του Ανατολικού, κυρίως, Αιγαίου που παρουσιάζουν έντονο αρχιπελαγικό χαρακτήρα και ευνοούν τη δράση των πυραυλακάτων.

Ο μέσος όρος ηλικίας του τουρκικού στόλου είναι 23,4 έτη, ενώ ο αντίστοιχος του ελληνικού είναι 31,5, όμως επιπλέον ο στόλος των ελληνικών πυραυλακάτων έχει ορισμένα πολύ παλαιά πλοία: πέραν των S148 που προφανώς απαιτούν άμεση αντικατάσταση, οι πυραυλάκατοι κλάσεως «Λάσκος» είναι πλέον σαράντα ετών. Περιέργως το ΠΝ επέλεξε στο παρελθόν να εκσυγχρονίσει την παλαιότερη κλάση «Λάσκος» πολύ περισσότερο από τη νεώτερη (και άρα, με μεγαλύτερο υπόλοιπο ζωής) κλάση «Καβαλούδης».

Τα σκάφη της κατηγορίας αυτής έχουν δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Η επιχειρησιακή τους ικανότητα μειώνεται ραγδαία σε κακές καιρικές συνθήκες, στοιχείο που παρεμπιπτόντως δεν έχει καμία σχέση με τη «ναυτοσύνη» των πληρωμάτων αλλά με τους αντικειμενικούς περιορισμούς των συστημάτων.

Επιπλέον, τα σκάφη αυτά -από τη φύση τους διεξάγουν ένα είδος «ανταρτοπολέμου»: ενεδρεύουν αθέατα και προσβάλλουν τον αντίπαλο αιφνιδιαστικά (αν και φυσικά, σε μεγάλες αντιπαραθέσεις κυρίων μονάδων επιφανείας μπορούν να συμμετάσχουν κανονικά, αυξάνοντας την ισχύ πυρός του φίλιου στόλου αλλά διακινδυνεύοντας πολύ περισσότερο από τις κύριες μονάδες, καθώς τα μέσα αυτοάμυνάς τους είναι αισθητά πιο λίγα).

Ιπτάμενα Μέσα

Η ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ναυτικών δυνάμεων έρχεται στον τομέα της ναυτικής αεροπορίας.

Στο τουρκικό ναυτικό οι κύριες μονάδες του στόλου υποστηρίζονται από μία σημαντικής ισχύος Ναυτική Αεροπορία. Ο κλάδος αυτός περιλαμβάνει είκοσι τρία (23) σύγχρονα ε/π S-70B28 Seahawk, οκτώ (8) AB-212ASW οριακής επιχειρησιακής αξίας, που βαίνουν προς παροπλισμό, καθώς και έξι (6) ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη CN-235 ASW.

Το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει έντεκα (11) S-70 B6/B10 Aegean Hawk, καθώς και επτά (7) AB-212ASW οριακής επιχειρησιακής αξίας, που βαίνουν προς παροπλισμό.

Τα ελληνικά και τα τουρκικά Α/Υ ελικοπτέρων Seahawk είναι, σε γενικές γραμμές, παρομοίων επιδόσεων στον εντοπισμό και προσβολή υποβρυχίων, με τη χρήση ενός μείγματος αισθητήρων (DS-100 και AN/AQS-18 και για τις δύο πλευρές, με την τουρκική να χρησιμοποιεί ελαφρώς νεώτερη και καλύτερη έκδοση του AN/AQS-18). Παρεμφερείς είναι και οι δυνατότητες επιχειρήσεων εναντίον σκαφών επιφανείας, με τη χρήση υπερύθρων ηλεκτροοπτικών, ραντάρ επιφανείας και πυραύλων αέρος-επιφανείας (Penguin και Hellfire).

Τα αεροσκάφη CN-235ASW του ΤΝ αποτελούν το αποτέλεσμα των προβληματικών προγραμμάτων Meltem Ι και ΙΙ. Παρά την εξαιρετικά προβληματική πορεία τους, το αποτέλεσμα είναι η παρουσία στο τουρκικό οπλοστάσιο έξι αεροσκαφών τα οποία είναι εξοπλισμένα με ιδιαίτερα σύγχρονο αισθητήρα μαγνητικών ανωμαλιών AN/ASQ-508(V), το σύστημα πληροφορικών μάχης και επεξεργασίας σήματος ηχοσημαντήρων AMASCOS –σύστημα που, λόγω ηλικίας δεν είναι πλέον αιχμής αλλά πάντως δεν είναι ξεπερασμένο και παρέχει πολυστατική ανάλυση, παθητικούς ηχοσημαντήρες AN/SSQ-53E DIFAR, ενεργητικούς ηχοσημαντήρες AN/SSQ-62D DICASS και, πλέον, τους εγχώριας κατασκευής παθητικούς ηχοσημαντήρες ASELBUOY της Aselsan. Τα σκάφη αυτά δημιουργούν μία ισχυρή ανθυποβρυχιακή απειλή, ιδιαίτερα σε ανοικτές θάλασσες.

Από μία άποψη, ο μεγαλύτερος αριθμός ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων του τουρκικού ναυτικού σχετίζεται απλώς με τον μεγαλύτερο αριθμό κυρίων μονάδων στόλου, των οποίων αποτελεί βασικό ανθυποβρυχιακό μέσον. Όμως ο μεγάλος αριθμός των τουρκικών Α/Υ ελικοπτέρων δεν δημιουργεί κάποιο αφηρημένο «αριθμητικό» πλεονέκτημα. Τα Α/Υ ελικόπτερα που λειτουργούν σε μεγάλες συγκεντρώσεις μπορούν να δημιουργήσουν ένα πυκνό πλέγμα ανθυποβρυχιακών αισθητήρων και όπλων, τα οποία, σε συνδυασμό με τα πλοία με ανθυποβρυχιακές δυνατότητες, μπορούν να καταστήσουν μια συγκεκριμένη –έστω και περιορισμένη– περιοχή ιδιαίτερα επικίνδυνη ή και απαγορευμένη για ένα υποβρύχιο.

Όταν τα ελικόπτερα ενεργούν από κοινού με Α/Υ Αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας, όπως τα έξι τουρκικά CN-235 ASW, τότε το πλέγμα γίνεται ακόμη πιο πυκνό και αποτρεπτικό. Επιπλέον, πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν ότι, σε αντίθεση με τα σκάφη επιφανείας, τα ελικόπτερα μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους για συγκεκριμένο –και περιορισμένο- χρόνο. Ο μεγάλος αριθμός ελικοπτέρων επιτρέπει την πλέον συνεχή κάλυψη μιας περιοχής σε σχέση με τα λίγα ελικόπτερα, που μπορούν μόνον ευκαιριακά και διακεκομμένα να καλύπτουν ανθυποβρυχιακά μία περιοχή (ή, εναλλακτικά, να καλύπτουν πολύ πιο περιορισμένη περιοχή κατά τρόπο συνεχή και, άρα, αποτελεσματικό).

Ο μεγάλος αριθμός Ε/Π Seahawk -πολύ μεγαλύτερος από όσα είναι απαραίτητα για να λειτουργήσουν απλώς ως ελικόπτερα των μεγάλων μονάδων του στόλου- μαζί με έξι (6) ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη τύπου CN-235 του ΤΝ δείχνουν την τάση του ΤΝ να μην θεωρούν τα ε/π ως «μακρύ χέρι» του αντίστοιχου πλοίου-φορέα, αλλά να αναθέτουν τη διεξαγωγή των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων συγκεντρωτικά σε αεροπορικές δυνάμεις: ε/π και αεροσκάφη, τα οποία επικουρούνται από ανθυποβρυχιακά σκάφη.

Η επιλογή αυτή έχει το -σημαντικό- πλεονέκτημα της μαζικής χρήσης των αεροπορικών ανθυποβρυχιακών μέσων, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πολύ σημαντικά προβλήματα κορεσμού σε ένα υποβρύχιο καθώς και να δημιουργεί αποτελεσματικές ζώνες απαγόρευσης σε περιοχές επιχειρησιακού ενδιαφέροντος. Επισημαίνεται ότι μία βασική αποστολή του ΤΝ θα είναι ο ναυτικός αποκλεισμός μεγάλου νησιού, και ο κορεσμός της θαλάσσιας περιοχής με μεγάλο αριθμό ελικοπτέρων και αεροσκαφών μπορεί να καταστήσει τον αποκλεισμό ιδιαίτερα ανθεκτικό σε προσπάθειες του ΠΝ να τον διασπάσει, ακόμη και με υποβρυχιακές επιθέσεις.

*  Για τη σύνταξη του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από πολλές πηγές. Οι κυριότερες και πολυτιμότερες, όμως, υπήρξαν το ιστολόγιο e-Amyna και το ιστολόγιο Naval Analyses, και τα δύο εγνωσμένης αξιοπιστίας. 

πηγή

Shares