Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

«Σβήνει» η Κίνα μια – μια από τον χάρτη τις χώρες που αναγνωρίζουν την Ταιβάν

Άλλη μια χώρα, η Ονδούρα μπροστά στο συμφέρον της, γύρισε την πλάτη στην Ταϊβάν και έπεσε στην αγκαλιά της Κίνας.

Η Ονδούρα θα αποκτήσει διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα, ανήγγειλε την Τρίτη η πρόεδρος της χώρας της κεντρικής Αμερικής, η Σιομάρα Κάστρο, απόφαση που συνεπάγεται τη de facto διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ταϊβάν.

 

Η πρόεδρος Κάστρο, η οποία ανέλαβε την εξουσία στις αρχές του 2022, είχε αναφερθεί στην ιδέα αυτή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, όμως πέρυσι τον Ιανουάριο ανακάλεσε, δηλώνοντας πως «ελπίδα» της ήταν να διατηρήσει τη σχέση ανάμεσα στην χώρα της και την Ταϊβάν. Μάλιστα, παρών στην τελετή ορκωμοσίας της ήταν εξάλλου ο αντιπρόεδρος της Ταϊβάν, ο Γουίλιαμ Λάι.

honduras

Όμως, όλα άλλαξαν την 1η Ιανουαρίου, όταν ο επικεφαλής της διπλωματίας της Ονδούρας συναντήθηκε με τον κινέζο υφυπουργό Εξωτερικών Σιε Φανγκ στο περιθώριο της ορκωμοσίας του Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα, του νέου προέδρου της Βραζιλίας.

Ένα μήνα αργότερα, η Ονδούρα ανακοίνωσε πως διεξάγονται διαπραγματεύσεις με την Κίνα για την ανέγερση υδροηλεκτρικού φράγματος.

Το Πεκίνο είχε ήδη χρηματοδοτήσει με πάνω από 300 εκατ. δολάρια άλλο φράγμα στην Ονδούρα, που εγκαινίασε το 2021 ο τότε πρόεδρος Χουάν Ορλάντο Ερνάντες.

taiwan usa china


Το παιχνίδι της Κίνας

Η Κίνα αυξάνει την πίεση για να μειώσει το διεθνές αποτύπωμα της Ταϊβάν, νήσου που θεωρεί αποσκιρτήσασα επαρχία της και θεωρεί πως δεν έχει δικαίωμα να συνάπτει διακρατικές σχέσεις.

Αν η Ονδούρα πράγματι αποκτήσει σχέσεις με την Κίνα, οι χώρες που αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν θα μειωθούν σε μόλις 13 παγκοσμίως.

Το ΥΠΕΞ στην Ταϊπέι περιορίστηκε να αναφέρει πως βρίσκεται στη «διαδικασία κατανόησης» της κατάστασης, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες.

Ταϊβάν – Κίνα | Μία σύγκρουση από το 1949 | Πλήρης ανάλυση

Η Ταϊβάν, μία εκ των πλέον ισχυρότερων βιομηχανικών δυνάμεων της ασιατικής ηπείρου και σπίτι για 23 εκατομμύρια πολίτες, ανέκαθεν είχε μία ειδική σχέση με τη γείτονα ηπειρωτική χώρα, το γίγαντα Κίνα.

Η ιστορία όμως της τόσο ταραγμένης περιοχής του κόσμου είναι σύνθετη κι επηρεάζει το παρόν και φυσικά το μέλλον.

Η Επαρχία Ταϊβάν της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας / PRC είναι αμφισβητούμενο έδαφος το οποίο, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θεωρεί πως αποτελεί μία από τις επαρχίες της. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν είχε όμως ποτέ τον πραγματικό έλεγχο του εδάφους. Αντ’ αυτού, τελεί υπό το de facto έλεγχο της Δημοκρατίας της Κίνας / ROC (σήμερα γνωστή ως Ταϊβάν), από το τέλος του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου και την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949.

Έμμεση συνέπεια της de facto κατάστασης της Ταϊβάν ως ανεξάρτητη χώρα, είναι το γεγονός ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν έχει επαρχιακή κυβέρνηση ή επαρχιακό κυβερνήτη για την Ταϊβάν. Στην πράξη, το ρόλο αυτό κατέχει το Γραφείο Υποθέσεων Ταϊβάν του Κρατικού Συμβουλίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θεωρεί πως αποτελεί το διάδοχο κράτος της, προ του 1949, Δημοκρατίας της Κίνας και τη μόνη νόμιμη αρχή της Κίνας από την ίδρυσή της, την 1η Οκτωβρίου 1949, και αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως μέρος μιας «αδιαίρετης Κίνας». Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας αυτό το αμφισβητεί.

Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία στην πραγματικότητα ελέγχει την Επαρχία Ταϊβάν, αναφέρεται συχνά από την PRC ως «Αρχές της Ταϊβάν». Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και η Δημοκρατία της Κίνας δεν αναγνωρίζουν επίσημα η μία την άλλη.

Η Δημοκρατία της Κίνας στην Ταϊβάν αναγνωρίζεται σήμερα από 14 (σύντομα 13) χώρες, και δεν είναι πλέον μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή των υποοργανισμών του από το 1971. Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες διατηρούν ανεπίσημες σχέσεις με την Ταϊβάν.

Από το 1895 μέχρι το 1945 η νήσος αποτελούσε ιαπωνική αποικία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να αναγκάσει τις ιαπωνικές δυνάμεις να την παραχωρήσουν στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας (Republic of China, εφεξής ROC) (BBC News, 2019).

Το 1949, η ήττα των στρατευμάτων του Chiang Kai-shek, ηγέτη του κυβερνώντος – εκείνη την περίοδο –  Κινεζικού Εθνικιστικού Κόμματος (ΚΜΤ), από τις κομμουνιστικές δυνάμεις και η συνακόλουθη επικράτηση του Mao Zedong οδήγησε τον πρώτο στη φυγή και εγκατάστασή του στη νήσο της Ταϊβάν. Τα απομεινάρια του KMT, καθώς και όσοι ακολούθησαν τον Chiang – γύρω στους 1,5 εκατομμύριο πολίτες – αρνούντο πεισματικά να δεχθούν την κομμουνιστική κυβέρνηση του Πεκίνου, ενώ επέμεναν πως η κυβέρνησή τους συνέχιζε να εκπροσωπεί τη ROC συλλογικά, τόσο στο νησί, όσο και στην ηπειρωτική χώρα.

Χαρακτηριστικό είναι πως πλήθος δυνάμεων στο διεθνές σύστημα, μεταξύ των οποίων και η Ουάσινγκτον, χαιρέτησαν θετικά τους ισχυρισμούς του Chiang, ενώ μέχρι το 1971 η ROC διατηρούσε τη θέση της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Albert, 2016, BBC News, 2019).

Σταθμός στην απόπειρα αποκατάστασης της επιθετικής ρητορικής μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί το έτος 1992, κατά το οποίο υπεγράφη μεταξύ εκπροσώπων του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) και του ΚΜΤ η Συναίνεση του 1992 (1992 Consensus).

Παρά ταύτα, το κατά πόσο χαρακτηρίζεται βιώσιμη η εν λόγω συμφωνία είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, αφού δε φαίνεται να επαναπροσδιορίζει κατ’ ουσία τις φθαρμένες σχέσεις των δύο συνδιαλεγόμενων. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για «μία Κίνα», μέσω της αρχής «one country, two systems», με τις ερμηνείες από πλευράς Πεκίνου και Ταϊπέι να ποικίλουν και την εφαρμογή απτών πρακτικών να εκλείπουν, κλιμακώνοντας κατά καιρούς την ένταση (Albert, 2016).

Το ιδιαίτερο καθεστώς της Ταϊβάν

Το ιδιαίτερο καθεστώς της Ταϊβάν παραμένει ακόμη  ασαφές, καθιστώντας τη νήσο κατά πολλούς «γκρίζα ζώνη». Παρά το γεγονός πως – μεταξύ άλλων –  έχει δικό της σύνταγμα, ενεργά στρατεύματα στις ένοπλες δυνάμεις του και δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες (BBC News, 2019), η πλειοψηφία των διεθνών δρώντων δεν την αναγνωρίζει ως ανεξάρτητο κράτος. Φυσικό επακόλουθο της εν λόγω διχοτόμησης είναι η αποδοχή του δυσδιάκριτου νομικού καθεστώτος της Ταϊβάν και η τήρηση ουδέτερης, κατά το δυνατόν, στάσης, με τα κράτη που αναγνωρίζουν επίσημα τη ROC και διατηρούν διπλωματικές σχέσεις μαζί της να μην ξεπερνούν τα δεκαπέντε (The Guardian, 2019).

Αξιοσημείωτο παράδειγμα, στην πρόσφατη ιστορία, της συνεχούς αντιπαράθεσης και των συγκρουσιακών διπλωματικών πρακτικών μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί η δήλωση πολιτικών των Νήσων του Σολομώντα, οι οποίοι υποστηρίζουν πως τόσο η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (Κίνα), όσο και η αυτοαποκαλούμενη Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) τους προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά σε μια απόπειρα να τους δωροδοκήσουν, επιδιώκοντας να καρπωθούν την υποστήριξή τους.  Χαρακτηριστικό είναι πως το Σεπτέμβρη, ο Manasseh Sogavare, πρωθυπουργός των Νήσων του Σολομώντα, τερμάτισε τις μακρόχρονες διπλωματικές επαφές με την Ταϊβάν, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στο Πεκίνο (The Guardian, 2019).

Οι ΗΠΑ ακολουθούν μια στρατηγική ασάφειας, επιδιώκοντας να ισορροπία  τόσο με το Πεκίνο, όσο και με την Ταϊπέι.

Ενδεικτικό παράδειγμα της εν λόγω στρατηγικής αποτελεί το γεγονός πως, παρά την κατάργηση της διπλωματικής αναγνώρισης της Ταϊβάν το 1979 από πλευράς των Αμερικανών, το Κογκρέσο της χώρας ψήφισε την ίδια μέρα την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, «Taiwan Relations Act». …«οποιαδήποτε προσπάθεια να προσδιοριστεί το μέλλον της Ταϊβάν με άλλα εκτός από ειρηνικά μέσα… [αποτελεί] απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια του χώρου του Δυτικού Ειρηνικού και [θα θεωρηθεί] σοβαρή ανησυχία για τις Ηνωμένες Πολιτείες», ενώ παράλληλα γίνεται λόγος και για την παροχή αμυντικών όπλων στις δυνάμεις της νήσου (RFI, 2019, BBC News, 2019), αναφέρει η πράξη νομοθετικού περιεχομένου.

Η αμερικανική εμπλοκή κατέστη πασιφανής το έτος 1996, κατά το οποίο διεξήχθησαν οι πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές στην Ταϊβάν. Η κυβέρνηση του Πεκίνου, σε μια απόπειρα να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, προκάλεσε την Ταϊπέι μέσω πυραυλικών δοκιμών, με τους Αμερικανούς να απαντούν αμέσως, στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις στο στενό της Ταϊβάν (BBC News, 2019).

Στο πλαίσιο των κακών σχέσεων που έχουν, ειδικά μετά τον COVID-19, Ουάσινγκτον και Πεκίνο είναι δεδομένο πως η Ταιπέι αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο. Μόνο τον χάρτη να δει κανείς καταλαβαίνει πως πρόκειται για στρατηγικής σημασίας νησί που όποιος το κατέχει, μπορεί να προκαλέσει πλήγμα στο μαλακό υπογάστριο της Κίνας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Albert E, (2016), “China-Taiwan Relations”. Council On Foreign Relations. Available here
  • BBC News, (2019), What’s behind the China-Taiwan divide? Available here
  • CNBC, (2019), US reached a phase one trade deal with China in principle pending Trump’s approval. Available here
  • RFI, (2019), US prepares new Taiwan legislation after infuriating China over Hong Kong. Available here
  • Taiwan News, (2019), Taiwan-China relations to decline regardless of election outcome: US analyst. Available here
  • The Diplomat, (2019), Bonnie Glaser on the Future of US-China Relations, Taiwan, and Indo-Pacific Strategy. Available here
  • The Diplomat, (2019), Taiwan’s 2020 Presidential Elections. Available here
  • The Diplomat, (2019),The TAIPEI Act Is an Act of Wishful Thinking. Available here
  • The Guardian, (2019), China and Taiwan offered us huge bribes, say Solomon Islands MP’s. Available here
  • The New York Times, (2019), China Has Lost Taiwan, and It Knows It. Available here
  • πληροφορίες από thesafiablog.com και το άρθρο της Κατερίνας Αράπη
Shares