Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

Στον αέρα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστηρίο

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό δικαστήριο , με την τελική απόφασή του της 5.5.2020 (110 σελ.), αμφισβήτησε τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης PSPP της ΕΚΤ, αρνούμενο μάλιστα να συμμορφωθεί με την απόφαση της 11.12.2018 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ, Weiss, C-493/17) την οποία εκείνο είχε προκαλέσει μέσω προδικαστικής παραπομπής.

Το  Ομοσπονδιακό Συνταγματικό δικαστήριο επέλεξε, στη δική του απόφαση, να επιβάλει τις δικές του απόψεις ως ορθές, χαρακτηρίζοντας τις απόψεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης «ακατανόητες» και προσάπτοντάς του μάλιστα ότι εξέδωσε απόφαση «καθ’ υπέρβασιν αρμοδιότητος» (ultra vires).

Η ουσία της ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) είναι η μαζική αγορά ομολόγων από την κεντρική τράπεζα στη δευτερογενή αγορά ώστε να αυξηθεί η τιμή τους και να μειωθεί το επιτόκιό τους.

Σημειώνεται ότι η απάλειψη του όρου, οι χώρες των οποίων τα ομόλογα αγοράζει η ΕΚΤ να έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση που ανήκει στην επενδυτική βαθμίδα είναι κρίσιμης σημασίας για την Ελλάδα. Χωρίς αυτήν την αλλαγή, τα ελληνικά ομόλογα δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στο «καλάθι» του PEPP.

Η απόφαση της 5ης Μαΐου προκάλεσε αίσθηση και ανησυχίες για το μέλλον της Ευρώπης. Το Δικαστηρίο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησαν σε σκληρές δηλώσεις και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απείλησε να κινήσει διαδικασία παραβάσεως κατά της Γερμανίας.

Έγινε τον Μάιο και τον Ιούνιο ευρεία συζήτηση στον Τύπο ανά την Ευρώπη και στην Ελλάδα. Εξέφρασαν απόψεις γνωστοί δημοσιολόγοι και συνταγματολόγοι όπως ο Προκόπης Παυλόπουλος  και ο Ευάγγελος Βενιζέλος και άλλοι–, αλλά και οικονομολόγοι και πολιτειολόγοι.

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό δικαστήριο δεν έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι το PSPP παραβιάζει ευθέως την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των προϋπολογισμών των κρατών-μελών του άρθρου 123 ΣΛΕΕ. Αμφισβήτησε όμως πολλές πτυχές του.

Το αντιμετώπισε ως ένα μέτρο υβριδικό, του οποίου ο κύριος στόχος ανήκει στη νομισματική πολιτική (διατήρηση σταθερότητας τιμών: να φθάσει ο ρυθμός πληθωρισμού κάτω του 2% ή και πολύ κοντά σ’ αυτό). Ομως το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (η μείωση των επιτοκίων μέσω της μαζικής αγοράς ομολόγων) είχε και παρενέργειες οικονομικής πολιτικής, η οποία ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών.

Ετσι η μείωση των επιτοκίων ωφέλησε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, ώστε να μπορούν να δανείζονται στις διεθνείς αγορές με επιτόκιο που να προσεγγίζει το γερμανικό (μείωση των περίφημων spreads). Από την άλλη πλευρά όμως, έβλαψε τους αποταμιευτές άλλων χωρών (βλ. Γερμανία) συρρικνώνοντας τα επιτόκια των καταθέσεών τους, καθώς δημιούργησε ακόμη και αρνητικά επιτόκια, και προκαλώντας προβλήματα στις ασφαλιστικές εταιρείες και στα συνταξιοδοτικά ταμεία όσον αφορά τις τοποθετήσεις τους. Με νομική ορολογία, κατηγόρησε την ΕΚΤ ότι αγνόησε την περίφημη αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνει η Συνθήκη στα άρθρα 5 παρ. 1 και παρ. 4 (δηλ. δεν εξέτασε τις συνολικές, προς κάθε πλευρά, επιπτώσεις του προγράμματός της).

Shares