Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

Στο τρενάκι του τρόμου οι αγορές

Οι αγορές ομολόγων φαίνεται πως ήδη τιμολογούν ότι έρχεται ύφεση, με τις αγορές μετοχών να έχουν επιβιβαστεί και πάλι στο τρενάκι του τρόμου και της ισχυρής αστάθειας, με τον δείκτη-βαρόμετρο των διεθνών αγορών, S&P 500, να έχει μπει ήδη σε έδαφος bear market και τους αναλυτές να “κόβουν” συνεχώς τις εκτιμήσεις τους για το πού θα βρεθεί στα τέλη του έτους, τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 να έχει σημειώσει βουτιά πίσω στα επίπεδα του περασμένου Δεκεμβρίου, τον παγκόσμιο δείκτη MSCI να βρίσκεται επίσης σε bear market και το Χρηματιστήριο Αθηνών να φλερτάρει με αυτήν.

Η ανησυχία ότι οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη, παράλληλα με μια νέα άνοδο στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, έχει προκαλέσει ράλι στις αγορές ομολόγων, οι οποίες και χτυπήθηκαν έντονα το πρώτο εξάμηνο από την εκτίναξη του πληθωρισμού και την αύξηση των επίσημων επιτοκίων, ενώ οι μετοχές δέχθηκαν σφυροκόπημα και ισχυρή αστάθεια.

Η Goldman Sachs αύξησε στο 50% τις πιθανότητες για ύφεση στην Ευρωζώνη και προχώρησε σε υποβάθμιση των προβλέψεών της για την πορεία της οικονομίας της περιοχής φέτος –εκτιμώντας πως η τεχνική ύφεση είναι ήδη πολύ κοντά–, ενώ ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να “χτυπά” ρεκόρ. Αυτό βασίζεται στο ότι εκτιμά πως οι ροές φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 1 δεν θα αποκατασταθούν πλήρως μετά την ολοκλήρωση των έργων συντήρησης. “Βλέπουμε λοιπόν την Ευρωζώνη να βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης το δεύτερο εξάμηνο και αναμένουμε τεχνική ύφεση στη Γερμανία και την Ιταλία”, σημειώνει χαρακτηριστικά. Παράλληλα, εκτιμά πως ο κίνδυνος να εισέλθει η οικονομία σε ύφεση στους επόμενους 12 μήνες είναι στο 30% στις ΗΠΑ και στο 45% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όπως επισήμανε, επί του παρόντος στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ο πληθωρισμός και η αναμενόμενη συνολική αύξηση των επιτοκίων κυμαίνονται γενικά σε επίπεδα παρόμοια με την περίοδο που ιστορικά έχει οδήγησε σε ύφεση.

Από την πλευρά της, η HSBC, αν και τόνισε ότι η ύφεση δεν αποτελεί το βασικό της σενάριο για την Ευρωζώνη, καθώς εκτιμά ότι η ανάπτυξη φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,6%, ωστόσο προειδοποιεί πως, εάν υπάρξει διακοπή των εισροών ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που θα οδηγήσει στην επιβολή δελτίου ενέργειας, η ύφεση θα είναι αναπόφευκτη και βαθιά.

Φλερτάρει με την bear market το Χ.Α.
Σε αυτό το σκηνικό, το Χ.Α. ακολούθησε το γενικότερα πολύ αρνητικό κλίμα που επικράτησε στις διεθνείς αγορές, καθώς οι ανησυχίες για ύφεση της οικονομίας ενισχύονται ολοένα και περισσότερο, ειδικά μετά και το νέο ράλι που κατέγραψαν οι τιμές του φυσικού αερίου. Ο Γενικός Δείκτης σημείωσε νέο χαμηλό έτους και διολίσθησε κάτω από τις 780 μονάδες, με απώλειες άνω του 14% από τις αρχές του 2022 και με βουτιά της τάξης του 19% από τα υψηλά που σημείωσε τον Φεβρουάριο, φλερτάροντας και αυτός ξεκάθαρα με την bear market (πτώση 20% από τα πρόσφατα ψηλά), ενώ ο τραπεζικός δείκτης υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2021, “γύρισε” δηλαδή σχεδόν 18 μήνες πίσω.

Το εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, με τους διεθνείς οίκους να αναβαθμίζουν τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη (στο 6,5% τη βλέπει φέτος η HSBC από 4% πριν), οι πολύ χαμηλές αποτιμήσεις, η επανάκαμψη των επιχειρηματικών συμφωνιών και η κινητοποίηση στο μέτωπο των εξαγορών και συγχωνεύσεων δεν “ακουμπούν” το Χρηματιστήριο, με τις τράπεζες να έχουν γίνει και πάλι το μεγάλο “βαρίδι” στον Γενικό Δείκτη.

Η ελληνική αγορά διορθώνει όλη την κίνηση του 2020-2022 χωρίς να βλέπει αποτελέσματα και deals, όπως παρατηρεί η Fast Finance, με τον πόλεμο και τον πληθωρισμό να οδηγούν σε σημαντική αναταραχή τις αγορές. Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιωμένο αγοραστικό σήμα δίνεται μόνο πάνω από τις 845 μονάδες σε κλείσιμο. Έτσι, κατά τη χρηματιστηριακή, οι 785-805 μονάδες είναι ένα επίπεδο στήριξης ικανό να δώσει ανοδική ανάσα στην αγορά.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το τοπίο θα συνεχίσει να είναι πολύ δύσκολο, καθώς η ενεργειακή εικόνα επιδεινώνεται και οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη αυξάνονται σημαντικά. Παράλληλα, οι ανησυχίες για το πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδεινώνουν επίσης την επενδυτική ψυχολογία, αφού ο επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank τέθηκε κατά των σχεδίων της ΕΚΤ να προσπαθήσει να προστατεύσει τις υπερχρεωμένες χώρες από τις απότομες αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού.

Δεν διαφαίνεται ότι οι αγορές έχουν ακόμη βρει το σημείο καμπής, το σημείο δηλαδή όπου θα συνθηκολογήσουν (capitulation), θεωρώντας ότι εφεξής θα αρχίσει η σταδιακή αναρρίχηση των δεικτών, με τον Economist να υπενθυμίζει ότι η χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009 χρειάστηκε 17 μήνες για να ξεπεραστεί, σχολιάζει ο Δημήτρης Τζάνας, διευθυντής επενδύσεων της Κύκλος Χρηματιστηριακή. Έτσι, το Ελληνικό Χρηματιστήριο κινείται πλαγιοκαθοδικά, με τις συναλλαγές δύσκολα ξεπερνούν τα 60 εκατ. ευρώ ημερησίως και τον τραπεζικό κλάδο να αποτελεί τον αδύναμο κρίκο, παρά το γεγονός ότι δρομολογεί αυξημένη πιστωτική επέκταση με ολοένα και ψηλότερα επιτόκια, καθώς η δυσμενής συγκυρία είναι πιθανό να προκαλέσει νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η παραβίαση των 800 μονάδων, σύμφωνα με τον κ. Τζάνα, προκρίνει τα σενάρια συνέχισης της πλαγιοκαθοδικής κίνησης του Γενικού Δείκτη σε σχέση με εκείνα που θεωρούσαν εφικτή την επάνοδο προς τις 835 μονάδες.

Σύμφωνα πάντως με την Alpha Bank και την έκθεση “Navigator γ’ τρίμηνο 2022”, η τιμή/λογιστική αξία του Γενικού Δείκτη για τους επόμενους δώδεκα μήνες εκτιμάται σε ικανοποιητικά επίπεδα (0,64) συγκριτικά με τις αναδυόμενες αγορές (1,53). Η πρόσφατη διόρθωση των ανεπτυγμένων αγορών έχει αμβλύνει τη σχετική ελκυστικότητά του έναντι των ανεπτυγμένων. Ωστόσο, η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, η σχετικώς ικανοποιητική εσωτερική ζήτηση και η συνέχιση επενδυτικών σχεδίων αναμένεται να ευνοήσουν τις σχετικές κατηγορίες μετοχών. Παράλληλα, εταιρείες με υψηλές μερισματικές αποδόσεις, ισχυρές ταμειακές ροές και ισολογισμούς μπορούν να προσφέρουν σχετική σταθερότητα σε περίπτωση αύξησης της μεταβλητότητας.

Citi: Οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι
Οι αναλυτές της Citi παραμένουν, πάντως, bullish μεσοπρόθεσμα, προβλέποντας άνοδο 17% για το MSCI AC World έως τα μέσα του 2023, όπως σημείωσαν σε νέα έκθεση στα τέλη της εβδομάδας. Ωστόσο οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί, με την πτώση στην κερδοφορία των εταιρειών να είναι πλέον η μεγαλύτερη ανησυχία.

Κατά τη Citi, ο πρώτος κίνδυνος για τις αγορές είναι τα υψηλότερα επιτόκια. Στο α’ εξάμηνο του 2022 οι ακριβές αγορές μετοχών (ΗΠΑ) και κλάδοι (πληροφορική) υποχώρησαν απότομα, καθώς αυξήθηκαν τα επιτόκια και αποσύρθηκε το QE. Τα trades “αξίας” (Ηνωμένο Βασίλειο) αποδείχθηκαν λιγότερο ευάλωτα. Οι αναλυτές της Citi πιστεύουν ότι το sell-off των ομολόγων έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που αναμένεται να μειώσει τις πιέσεις υποβάθμισης των μετοχών το δεύτερο εξάμηνο του 2022.

Ο δεύτερος κίνδυνος, σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, είναι τα χαμηλότερα κέρδη ανά μετοχή (EPS). Αναμένεται από τους επενδυτές να επικεντρωθούν όλο και περισσότερο στους κινδύνους γύρω από την κερδοφορία των εισηγμένων. Το consensus εξακολουθεί να αναμένει αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών παγκοσμίως κατά 11% το 2022, ακολουθούμενη από 7% το 2023. Η Citi, ωστόσο, αναμένει ρυθμούς της τάξης του 0%-5% και τα δύο χρόνια και ακόμα και αυτή η πρόβλεψη, όπως τονίζει, θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξη εάν υπάρξει η παγκόσμια ύφεση, την οποία οι οικονομολόγοι της Citi θεωρούν πλέον ως ένα γεγονός με περίπου 50% πιθανότητα.

Προς το παρόν, πάντως, η Citi συστήνει αγορά της βουτιάς των μετοχών (buy the dip), καθώς εκτιμά ότι υπάρχει αξία σε πολλά τμήματα της αγοράς. Προβλέπει άνοδο 17% στον παγκόσμιο δείκτη MSCI μέχρι τα μέσα του 2023, τηρεί overweight θέσεις στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και τις ΗΠΑ και αναβαθμίζει σε ουδέτερη τη στάση της για τις αναδυόμενες αγορές, με προτίμηση στην Κίνα. Ο αγαπημένος της κλάδος είναι πάντως οι τράπεζες, όπου οι αναλυτές της Citi πιστεύουν ότι οι ισολογισμοί είναι εύρωστοι και τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να ενισχύσουν την κερδοφορία.

HSBC, Berenberg: Δεν έχουμε ακόμη δει τον “πάτο” των αγορών
Οι HSBC και Berenberg εμφανίζονται, πάντως, αρκετά πιο επιφυλακτικές από τη Citi. Όπως επισημαίνει η HSBC, τα risk assets φαίνεται πως έχουν αγγίξει τα χαμηλά, αλλά κατά την ίδια ο “πάτος” των αγορών είναι μπροστά μας και επιλέγει να παραμείνει risk-off, καθώς η επενδυτική ψυχολογία και οι θέσεις των επενδυτών δεν είναι ακόμη υπερβολικά απαισιόδοξες, ενώ οι κίνδυνοι γύρω από την ανάπτυξη και την κερδοφορία των εισηγμένων στο τρίτο τρίμηνο είναι μεγάλοι.

Όπως σημειώνει, οι παγκόσμιες μετοχές συνέχισαν την πτώση στο δεύτερο τρίμηνο του 2022, με τις απώλειες να επιταχύνονται τον Ιούνιο λόγω των συνεχιζόμενων φόβων για την αύξηση των επιτοκίων παράλληλα με τον υψηλό και αυξανόμενο πληθωρισμό, με τη Fed να αυξάνει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης – την πιο επιθετική αύξηση των επιτοκίων από το 1994. Οι φόβοι για την ανάπτυξη και για ύφεση αποτελούν το κυρίαρχο story για τις αγορές πλέον, όπως τονίζει η HSBC.

Πάρα πάντως την πρόσφατη αυτή πτώση, η HSBC πιστεύει ότι ο κλάδος της ενέργειας εξακολουθεί να φαίνεται ελκυστικός. Τα μέταλλα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με την ενέργεια, δεδομένου ότι το σκηνικό ζήτησης δεν φαίνεται ακόμη έτοιμο για σημαντική πτώση, ειδικά λόγω του reopening στην Κίνα, ενώ το σκηνικό στο μέτωπο της προσφοράς είναι επίσης διαφορετικό για τον κλάδο της ενέργειας έναντι των περισσότερων μετάλλων.

Η ευρύτερη στάση της HSBC απέναντι στο ρίσκο παραμένει, έτσι, αμετάβλητη και εξηγεί γιατί οι επενδυτές έχουν επί του παρόντος ουδέτερη έκθεση σε όλες τις κατηγορίες assets, αντί για απόλυτη bearish στάση, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω διόρθωση στις αγορές. Επιπλέον, καθώς οδεύουμε προς την περίοδο ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων β’ τριμήνου των εισηγμένων, η HSBC πιστεύει ότι οι κίνδυνοι ύφεσης εξακολουθούν να μην έχουν αποτιμηθεί στις μετοχές και γι’ αυτό και προτιμά να παραμείνει μακριά από το ρίσκο.

Από την πλευρά τους, οι αναλυτές της Berenberg λένε: “Συνεχίστε να πουλάτε τα ράλι μετοχών”. Όπως επισημαίνουν, οι αγορές μετοχών τιμολογούν μια μακροοικονομική επιβράδυνση και όχι ύφεση, με την τελευταία να αποτελεί πλέον βασικό σενάριο για το 2023, και έτσι η Berenberg προτιμά να “πουλήσει το ράλι” αντί να “αγοράσει τη βουτιά”. Οι στρατηγικοί αναλυτές του οίκου Jonathan Stubbs και Edward Abbott προτείνουν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου, βλέπουν σχετική αξία στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, ενώ οι αμερικανικές μετοχές παραμένουν ακριβές και ευάλωτες. Προτείνουν έκθεση σε έναν συνδυασμό κλάδων, όπως οι τράπεζες, η ενέργεια και η υγειονομική περίθαλψη, ενώ η τεχνολογία και ο κλάδος των καταναλωτικών αγαθών φαίνονται ακριβοί στις περισσότερες περιοχές.

Η Credit Suisse μειώνει ξανά τον στόχο για τον S&P 500
Οι αναλυτές της Credit Suisse υποβάθμισαν και πάλι τον στόχο για τον δείκτη S&P 500, μειώνοντας την εκτίμησή τους για τον δείκτη αναφοράς του Χρηματιστηρίου των ΗΠΑ κατά 600 μονάδες, στις 4.300, από 4.900 μονάδες πριν.

“Ο στόχος μας προσαρμόζεται χαμηλότερα για να αντικατοπτρίζει το υψηλότερο κόστος κεφαλαίου στις αποτιμήσεις, όχι τις ανησυχίες για ύφεση”, όπως ανέφεραν. Οι επενδυτές φέτος ανησυχούν ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διολισθήσουν σε ύφεση ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής της Fed για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη των αναλυτών της Credit Suisse, ενώ η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται τώρα, δεν είναι “υφεσιακή”.

“Δεδομένων των τρεχουσών τάσεων της κερδοφορίας και του αυξημένου ονομαστικού ΑΕΠ, επαναλαμβάνουμε τις εκτιμήσεις μας για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) για το 2022-2023 στα 235 δολ. και 255 δολ. αντίστοιχα, υποδηλώνοντας αύξηση 12,2% και 8,5%”, τόνισαν αναφερόμενοι στις προοπτικές για τα κέρδη ανά μετοχή για τις εταιρείες του S&P 500. Τα έσοδα συνεισφέρουν σημαντικά στην εκτίμησή τους για την αύξηση του S&P 500 EPS το 2022, δείχνει ένα διάγραμμα στην έκθεση.

Κατά την ελβετική τράπεζα, οι υφέσεις χαρακτηρίζονται από κατάρρευση της απασχόλησης, που συνοδεύεται από αδυναμία καταναλωτών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ενώ επί του παρόντος βιώνουμε μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης (από εξαιρετικά υψηλά επίπεδα), καμία από τις παραπάνω συνθήκες δεν είναι παρούσα σήμερα.

Της Ελευθερίας Κούρταλη/capital.gr

Shares