Πέμπτη , 28 Μαρτίου 2024

Σεπτέμβριος 1922: Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης

Η ελληνική ατολμία και η εθελοδουλία σφραγίζουν για μια ακόμη φορά την τύχη του Ελληνισμού

Η Μικρασιατική καταστροφή τον Αύγουστο του 1922 με την αποχώρηση και των τελευταίων τμημάτων του Γ΄ Σώματος Στρατού  από το μικρασιατικό έδαφος στις 5 Σεπτεμβρίου στο λιμάνι της Αρτάκης, δεν ήταν δυστυχώς και η τελευταία πράξη του δράματος του Ελληνισμού.

Η απώλεια -εγκατάλειψη επί της ουσίας- της Ανατολικής Θράκης αποτέλεσε τη δεύτερη και κατά πολλούς την πλέον επώδυνη πράξη του δράματος.

Με την άφιξή του στη Σμύρνη στις 31 Αυγούστου ο ηγέτης των νεότουρκών Κεμάλ ξεκίνησε αμέσως να ασκεί έντονες πιέσεις στη Μεγάλη Βρετανία για την παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Μάλιστα ο Κεμάλ είχε θέσει το θέμα με εντελώς εκβιαστικό τρόπο λέγοντας πως μόνο η παραχώρηση της Α. Θράκης στην Τουρκία θα απέτρεπε μια σύγκρουση με τους Συμμάχους της Αντάντ.

Η Μεγάλη Βρετανία χωρίς διάθεση να συγκρουστεί με την Τουρκία και με τις έντονες πιέσεις και της Γαλλίας η οποία συμφώνησε αμέσως με την τουρκική απαίτηση αποφάσισαν να θυσιάσουν τον πιο «αδύναμο κρίκο» ο οποίος βέβαια δεν ήταν άλλος από την Ελλάδα.

Έτσι γνωστοποιήθηκε στην Ελλάδα η απόφαση των συμμάχων να παραδώσουν στην Α. Θράκη στην Τουρκία χωρίς φυσικά να περιμένουν κάποια ελληνική απάντηση.

Η παράδοση  της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία είχε ως επακόλουθο και την εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της ουδέτερης ζώνης.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης ελήφθη από τους Συμμάχους στις 9 Σεπτεμβρίου του1922, μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών, λόρδου Κόρζον.

Ως ημερομηνία έναρξης της αποχώρησης του ελληνικού Στρατού ορίστηκε τα μεσάνυκτα της 1ης Οκτωβρίου και η ολοκλήρωσή της  μέχρι το τελευταίο δεκαήμερο  Οκτωβρίου. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε και η αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή ενώ στις 15 Νοεμβρίου η Ελλάδα παρέδωσε την Α. Θράκη στους Συμμάχους και αυτοί την επομένη στους Τούρκους.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θράκων προσφύγων όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη.

Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Μαζί και τελευταίοι αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά, μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα  πάνω από 400.000 άτομα.

Οι 25.000 Έλληνες της χερσονήσου της Καλλιπόλεως έφυγαν αργότερα (μέχρι 11 Νοεμβρίου) . Οι Έλληνες της Τσατάλτζας και ένα μεγάλο μέρος του νομού Κωνσταντινουπόλεως έφυγαν το 1924, σύμφωνα με τα μέτρα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Επρόκειτο με άλλα λόγια για ένα δεύτερο ξεριζωμό μετά από αυτόν της Μικράς Ασίας ο τελευταίος όμως με ελληνική συγκατάθεση.

Ποια ήταν η στάση της Ελλάδας;

Στο ερώτημα του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κόρζον προς την κυβέρνησή του: «Ποιος θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;» δυστυχώς την απάντηση έδωσαν οι ίδιοι οι Έλληνες με την απουσία της οποιαδήποτε ουσιαστικής αντίδρασης στα σχέδια των Άγγλων και των Γάλλων. Και αυτό παρά το γεγονός ότι εάν η Ελλάδα αρνείτο να εγκαταλείψει τα ελληνικά εδάφη η μόνη που θα ερχόταν σε δύσκολη θέση θα ήταν η Βρετανία.

Η Ελλάδα όμως θα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο οργανώνοντας την άμυνά της για την επικείμενη σύγκρουση με την Τουρκία. Βέβαια η θέση της χώρας εκείνη την περίοδο ήταν η πλέον δυσχερής.

Όχι μόνο προερχόταν από μια ανείπωτη Εθνική αλλά και στρατιωτική καταστροφή αλλά είχε και ουσιαστικά εναντίον της τους τότε διεθνείς συσχετισμούς καθώς Γαλλία και Βρετανία και παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό είχαν αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση. Η Στρατιά της Θράκης απαριθμούσε 70.000 άνδρες και ήταν ουσιαστικά ανέπαφη, από τις λοιπές συγκρούσεις στη Μ. Ασία.

Δεν είναι απολύτως σαφής και γνωστή η στάση και το φρόνημα του ελληνικού Στρατού και δη της Στρατιάς Θράκης.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο νέος Έλληνας αρχιστράτηγος Νίδερ ζήτησε να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και να βαδίσει ταχύτατα προς τον Βόσπορο.

Τελικά όμως κανείς δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων ούτε ακόμη και η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά (τυπικά πρόεδρος της πολιτικής κυβέρνησης από τις 17 Σεπτεμβρίου ήταν ο Σωτήριος Κροκιδάς) η οποία με σύνθημα «Ελλάς-Σωτηρία» και εκδήλωσε στρατιωτικό κίνημα σε Χίο και Λέσβο  στις 11 Σεπτεμβρίου και στις 12 τα επαναστατικά στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό την Αττική και πιο συγκεκριμένα το Λαύριο όπου και αποβιβάστηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου.

Στις 12 Σεπτεμβρίου μάλιστα η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου είχε αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για παράδοση της Α. Θράκης.

Τελικά το μόνο που πέτυχε η επαναστατική επιτροπή ήταν η εκδίωξη του Βασιλέα Κωνσταντίνου του Α΄ με τη θέση του να παίρνει ο γιός του και διάδοχος Γεώργιος ο Β΄. Αν και η αρχική τοποθέτηση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα – Γονατά ήταν η άρνηση της εγκατάλειψης της Α. Θράκης ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας φαίνεται να «πείστηκε» από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος τότε βρισκόταν στο Παρίσι και στον οποίο η επαναστατική επιτροπή είχε επιφορτίσει με το χειρισμό της ελληνικής διπλωματίας στο Εξωτερικό, ότι η Α. Θράκη είχε ουσιαστικά απολεστεί.

Ο ρόλος του Ελευθέριου Βενιζέλου

Ο ρόλος του Ε. Βενιζέλου στην υπόθεση της Α. Θράκης παραμένει συζητήσιμος μέχρι και σήμερα. Είναι γνωστά τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση: «…Επήλθον ήδη καταστροφαί ανεπανόρθωτοι… Οι τρεις μεγάλαι και πρώην σύμμαχοι ημών Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδωσιν ταύτης εις την Τουρκίαν. Ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθεί την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκίαν, με πλήρη ημών διπλωματικήν και στρατιωτικήν απομόνωσιν…»έγραφε και πρόσθετε ότι στο τέλος οι Τούρκοι θα απειλούσαν και τη Δυτική Θράκη.

Τελείωνε δε με τη δήλωση ότι, σε περίπτωση που η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να κρατήσει την Ανατολική Θράκη, τότε … «αι θερμαί ευχαί μου θα συνοδεύσουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής, όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν».

Ουσιαστικά τα λόγια αυτά του Ε. Βενιζέλου αποτέλεσαν σοκ για την επαναστατική επιτροπή.

Αυτό που όλοι περίμεναν και ήλπιζαν να ακούσουν και να διαβάσουν ήταν η διαβεβαίωση Βενιζέλου ότι ο αγώνας για την υπεράσπιση της Α. Θράκης θα έπρεπε να αποτελέσει μέγιστη αν όχι ύψιστη εθνική προτεραιότητα και παρά το δυσμενέστατο διεθνές σκηνικό προς τα ελληνικά συμφέροντα ο ίδιος θα διέθετε μέχρι και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του για να το επηρεάσει και ή το δυνατόν να το ανατρέψει προς το συμφέρον του τόπου. Τέτοια λόγια όμως ούτε ακούστηκαν ούτε και γράφηκαν σε κανένα τηλεγράφημα.

Και εάν το συγκεκριμένο ύφος των λόγων ήταν υπέρμετρο αυτό που μέσα τους ήλπιζαν Πλαστήρας και όλοι περί της επαναστατικής επιτροπής ήταν μια απλή διαβεβαίωση Βενιζέλου ότι θα εξαντλούσε κάθε περιθώριο διαπραγματεύσεων με στόχο να μην παραδοθεί η Α. Θράκη.

Η Ελλάς την εποχή εκείνη ήταν απομονωμένη στο διεθνές σκηνικό και διπλωματικά και πολιτικά και η μόνη «σωτήρια λέμβος» ήταν το «άστρο» και το διεθνές βεληνεκές του μόνου Έλληνα πολιτικού που μπορούσε να μιλήσει τη «γλώσσα» των μεγάλων δυνάμεων.

Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε εφικτό κατακρημνίζοντας ουσιαστικά το ηθικό πίσω στην Αθήνα, ότι η Α. Θράκη θα μπορούσε να σωθεί.

Το ενδιαφέρον πάντως δεδομένο είναι πως αρχικά και όπως αναφέρει ο Λόρδος Κόρζον ο Ε. Βενιζέλος ήταν απόλυτα αντίθετος  έστω και με την ιδέα της παράδοσης της Α. Θράκης στους Τούρκους μέχρι του σημείου να απολέσει την ψυχραιμία του.

Κατά τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών η νύξη και μόνο της παράδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία έκανε τον Βενιζέλο να χάσει τη συνηθισμένη του ψυχραιμία δείχνοντας σφόδρα ενοχλημένος (19 Σεπτεμβρίου). Μόλις όμως μια ημέρα μετά πληροφόρησε τον Βρετανό υπουργό ότι συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση την παράδοση της Α. Θράκης.

Το τι μεσολάβησε προκαλώντας αυτή την αλλαγή στάσης του Βενιζέλου είναι άγνωστο μέχρι και τα σήμερα. Το ίδιο άγνωστο είναι και τι είπε τελικά ο Βενιζέλος στον Πλαστήρα προκειμένου να αλλάξει και ο τελευταίος τη στάση του και να αποδεχθεί το μοιραίο αυτό εθνικά τετελεσμένο.

Βέβαια όπως θα δούμε και παρακάτω η εμπλοκή του Ε. Βενιζέλου ήρθε αργά έως και απελπιστικά αργά. Η απόφαση για την παράδοση της Α. Θράκης ουσιαστικά ελήφθη από τους συμμάχους το κρίσιμο τριήμερο μεταξύ 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου ενώ η εμπλοκή του Έλληνα πολιτικού ξεκίνησε πολύ αργότερα στις 16 Σεπτεμβρίου.

Στις 19 συναντήθηκε με τον Λόρδο Κόρζον και στις 20 Σεπτεμβρίου απλά γνωστοποίησε στην Αθήνα το άκαρπο των προσπαθειών του.

Θα μπορούσε να είχε σωθεί η Ανατολική Θράκη;

Δεν ήταν όμως οι διεθνείς συσχετισμοί αρνητικοί για τα εθνικά συμφέροντα ευθύς εξαρχής. Είναι γνωστό πως μετά την απαίτηση της Τουρκίας η βρετανική κυβέρνηση του Λόιντ Τζωρτζ και πρωτοστατούντος του Ουίνστον Τσόρτσιλ ο οποίος τότε κατείχε τη θέση του υπουργού Αποικιών προετοιμαζόταν για πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, ελπίζοντας και σε υποστήριξη και της Ελλάδος η οποία διατηρούσε την Στρατιά της Θράκης.

Μάλιστα στις 2 Σεπτεμβρίου το αγγλικό υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει να αντιμετωπίσει ένοπλα κάθε απόπειρα παραβίασης της ουδέτερης ζώνης στο Τσανάκ Καλέ από τους Τούρκους, ενώ μια αργότερα η αγγλική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι θα αντιμετωπίσει με πόλεμο την παραβίαση της ουδέτερης ζώνης από την Τουρκία. Δύο ημέρες μετά τα τουρκικά στρατεύματα θα παραβιάσουν την ουδέτερη ζώνη και δε θα συμβεί απολύτως τίποτα.

Το ελληνικό δράμα παίχθηκε ουσιαστικά και κορυφώθηκε μεταξύ της 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου όταν οι διαβουλεύσεις, οι του Λόρδου Κόρζον στο Παρίσι κατέληξαν με την ικανοποίηση της τουρκικής απαίτησης κατόπιν έντονων γαλλικών πιέσεων.

Σε εκείνο το κρίσιμο διάστημα 6ης και 9ης Σεπτεμβρίου η Ελλάδα αντί να έχει επιστρατεύσει το σύνολο των δυνάμεών της διπλωματικών και στρατιωτικών δίνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στην Βρετανία ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την Α. Θράκη παρέχοντας έτσι στο Λονδίνο μια καλή δικαιολογία για να μην υποκύψει στις γαλλικές πιέσεις στην Αθήνα η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου έσπευδε τρεις ημέρες μετά να κάνει δεκτή την απόφαση των αγγλογάλλων. Εκεί είχε χαθεί και η μάχη, η οποία δεν δόθηκε ποτέ.

Ταυτόχρονα οι γνωστοί Γάλλοι έσπευσαν να αποσύρουν τα στρατεύματα που διατηρούσαν στο ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης και την οποία απειλούσε να καταλάβουν οι Τούρκοι.

Έτσι και η απροθυμία των Βρετανών να έρθουν σε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, ακόμη ένας πόλεμος  μετά τον Α΄ ΠΠ σε λιγότερο από 4 χρόνια ουσιαστικά έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της ικανοποίησης της τουρκικής απαίτησης.

Είναι γεγονός πως πολλοί στη βρετανική κυβέρνηση –μεταξύ αυτών και ο υπουργός Εξωτερικών- αρχικά δεν πίστευαν πως η Ελλάδα θα αποδέχετο μια τέτοια διευθέτηση, νομίζοντας πως η Αθήνα θα αντιδρούσε δυναμικά.

Κάτι τέτοιο ουδέποτε έγινε, η αδύναμη κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου αποδέχθηκε το αίτημα των Συμμάχων και έτσι ακόμη και όταν εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα σε Χίο Και Λέσβο ήταν ήδη αργά καθώς οι αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων ήταν ήδη ειλημμένες.

Θα μπορούσε η επαναστατική επιτροπή έστω και στις 20 Σεπτεμβρίου κατά την έναρξη της διάσκεψης στα Μουδανιά ακόμη και σε εκείνο το σημείο να αλλάξει τον ρου των γεγονότων; Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως ναι. Ακόμη και τότε υπήρχε χρόνος για να αλλάξουν οι διεθνείς συσχετισμοί και αν ακόμη αυτό δεν ήταν δυνατό τότε ο Ελληνισμός θα εκαλείτο να δώσει τον «νυν υπερ πάντων αγών» για την εθνική σωτηρία.

Βέβαια ο Ε. Βενιζέλος είχε δώσει το στίγμα του τι θα επακολουθούσε σε μια τέτοια περίπτωση: Θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και στην απώλεια της Δυτικής Θράκης, κάτι που σημαίνει πως οι αγγλο-γάλλοι θα του είχαν κάνει σαφές πως σε μια τέτοια περίπτωση θα αντιμετώπιζαν και τις δικές τους δυνάμεις μαζί με αυτές των Τούρκων.

Από την άλλη αυτό θα μπορούσε να ήταν και μια μπλόφα, αλλά προφανώς δε θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση.

Αλλά και από στρατιωτικής πλευράς οι συνθήκες δεν ήταν απόλυτα αρνητικές για την Ελλάδα. Ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης.

Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική.

Γι’ αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού Στόλου από την Προποντίδα κατά τις ημέρες της κρίσης, πριν τη διάσκεψη ανακωχής στα Μουδανιά.

Εν κατακλείδι η απώλεια της Α. Θράκης καταγράφεται από τους ιστορικούς ως ιδιαίτερα επώδυνη καθώς δεν προήλθε από στρατιωτική ήττα όπως αυτή στη Μικρά Ασία αλλά από ατολμία, φόβο, ασυνάρτητες πολιτικές και ταραγμένο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.

Επρόκειτο για μια από τις καλύτερες μπλόφες του Κεμάλ ο οποίος εκμεταλλευόμενος ορθά την ελληνική πανωλεθρία στη Μικρά Ασία, το ευμενές για αυτόν διεθνές σκηνικό και την δυναμική που είχε τότε ως νικηφόρος στρατός πήρε αυτό που ήθελε χωρίς κανένα απολύτως κόστος. Το σημαντικότερο όμως είναι πως κανείς δεν πλήρωσε για αυτή την τραγικών διαστάσεων εθνική απώλεια.

Η επαναστατική επιτροπή μπορεί να φρόντισε να δικάσει με τη δίκη των Έξι τους υπευθύνους για την μικρασιατική καταστροφή πλην όμως λησμόνησε να δικάσει την ίδια για την απώλεια εθνικού εδάφους στην Α. Θράκη.
Πάνος Σπαγόπουλος, pronews.gr
Shares