Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

Οι τέσσερις κρίσιµοι παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία των µετοχών το 2023

Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας από τουλάχιστον έναν οίκο αξιολόγησης, η ανθεκτικότητα που θα σημειώσει η ελληνική οικονομία σε ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης, η δημοσιονομική υπεραπόδοση και οι πολύ καλές προοπτικές των τραπεζών αποτελούν τους βασικούς καταλύτες που θα οδηγήσουν και θα στηρίξουν το Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και τα ελληνικά assets, όπως τα κρατικά ομόλογα γενικότερα, το νέο έτος, με τους διεθνείς αναλυτές να εμφανίζονται αισιόδοξοι για τις επιδόσεις τόσο της οικονομίας όσο και των ελληνικών μετοχών το 2023.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως η Ελλάδα (και συνεπώς και το Χ.Α.) δεν είναι αντιμέτωπη με σύννεφα αβεβαιότητας αλλά και ρίσκα, τόσο σε ό,τι αφορά το πώς τελικά θα διαμορφωθεί το οικονομικό τοπίο στην Ευρώπη με επίκεντρο την πληθωριστική και ενεργειακή κρίση όσο και σε ό,τι αφορά το “ειδικό” θέμα για τη χώρα, που δεν είναι άλλο από την εκλογική διαδικασία, η οποία ήδη τοποθετείται στο ραντάρ των επενδυτών.

Οι διπλές κάλπες και ο χρόνος που μπορεί να χρειαστεί ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ελλάδα έχουν αρχίσει και μπαίνουν στην εξίσωση των προβλέψεων των αναλυτών για τη χώρα, καθώς υπογραμμίζουν ότι αποτελεί από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την ελληνική αγορά στο πρώτο μισό του έτους – αν και αναμένεται ευρέως πως θα υπάρξει συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής, ενώ “παγώνει” τη διαδικασία αναβάθμισης της αξιολόγησης της Ελλάδας από τους οίκους.

Αναβαθμίσεις και θετικές στάσεις για τις ελληνικές μετοχές
Η Bank of America αναβάθμισε τις ελληνικές μετοχές, τοποθετώντας τον ελληνικό δείκτη MSCI στην πρώτη πεντάδα με τα χρηματιστήρια τα οποία προτιμά για το 2023 από την περιοχή των αναδυόμενων αγορών, λόγω της βελτίωσης των προοπτικών της κερδοφορίας των ελληνικών εισηγμένων.

Και η Goldman Sachs έδωσε ανάλογο “σήμα”, καθώς εμφανίστηκε θετική για τις προοπτικές του Χρηματιστήριου Αθηνών το 2023, τοποθετώντας την Ελλάδα στις επτά αγορές από το περιβάλλον των αναδυόμενων οι οποίες θα σημειώσουν διψήφιες θετικές αποδόσεις το νέο έτος −και υψηλότερες σε σχέση με αυτές του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600 αλλά και του S&P 500−, θέτοντας τον στόχο για τον Γενικό Δείκτη στις 995 μονάδες σε ορίζοντα 12μήνου και υπογραμμίζοντας πως οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών είναι ανάμεσα σε αυτές που έχουν πιεστεί περισσότερο από το 2019.

Παράλληλα, η Morgan Stanley αναβάθμισε τη στάση τις για τις ελληνικές μετοχές σε overweight, τονίζοντας πως Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί την αγαπημένη της αγορά στην περιοχή της Αναδυόμενης Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Όπως εξήγησε, στους παράγοντες που την οδήγησαν σε αυτή την κίνηση τοποθετεί την υψηλή ευαισθησία των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, τη σημαντική εκκαθάριση των ισολογισμών του κλάδου, η οποία έχει υποτιμηθεί από την αγορά, τις χαμηλές αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, καθώς και τη σχετικά ανθεκτική μακροοικονομική εικόνα της Ελλάδας.

Η Morgan Stanley εκτιμά ότι η Ελλάδα θα αποφύγει μια τεχνική ύφεση, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ευρωζώνη του ευρώ, χάρη και στη στήριξη που απορρέει από την αρκετά καλά στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Όσον αφορά τις μετοχές, προτιμά τις τράπεζες, ενώ η θετική δυναμική της κερδοφορίας θα υποστηρίξει την υπεραπόδοση των ελληνικών μετοχών, τη στιγμή που οι επιδόσεις τους αυτό το έτος ήταν ήδη καλύτερες από άλλες ανεπτυγμένες και αναδυόμενες ευρωπαϊκές αγορές, με το χάσμα των αποτιμήσεών τους να παραμένει πολύ μεγάλο και κοντά στα ιστορικά υψηλά.

Το θολό τοπίο της εκλογικής διαδικασίας
Πάντως, η Morgan Stanley επισήμανε και τους κινδύνους που υπάρχουν γύρω από τις ελληνικές μετοχές, με βασικό την πολιτική αστάθεια εν όψει των εκλογών του 2023. Επιπλέον, ο υψηλότερος πληθωρισμός διεθνώς μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των δαπανών των καταναλωτών, κάτι που θα επηρεάσει τελικά αρνητικά τις τουριστικές ροές και, κατά συνέπεια, το ΑΕΠ της Ελλάδας, ενώ το ενδεχόμενο περισσότερων διαταραχών στον ενεργειακό εφοδιασμό, που θα πλήξουν εντονότερα το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία.

Το ρίσκο που ενέχει η εκλογική διαδικασία για την πορεία του Χ.Α., των ελληνικών ομολόγων αλλά και των τραπεζών έχουν επισημάνει και άλλοι επενδυτικοί οίκοι το τελευταίο διάστημα.

Η Wood σε πρόσφατο report για τις ελληνικές τράπεζες τόνισε πως παραμένει “αγοραστής” των μετοχών τους, καθώς το discount τους έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών παραμένει μεγάλο και οι προοπτικές τους παραμένουν πολύ υποστηρικτικές, χάρη κυρίως στην επιτάχυνση της αύξησης των δανείων και στα υψηλότερα επιτόκια, τα οποία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοδο των καθαρών επιτοκιακών εσόδων (ΝΙΙ). Ωστόσο τόνισε πως ένας βασικός κίνδυνος για ελληνικές τράπεζες αλλά και το Χ.Α. είναι η πολιτική αστάθεια. “Η Ελλάδα μπαίνει το 2023 σε εκλογική χρονιά, σε ένα έντονα πολωμένο περιβάλλον. Η φιλική προς τις αγορές Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να προηγείται με άνεση στις δημοσκοπήσεις, αλλά η απόκτηση της απόλυτης πλειοψηφίας δεν θα είναι εύκολη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αστάθεια της αγοράς”, όπως τόνισε.

Σε ανάλυσή της για τις προοπτικές των αγορών το 2023 η J.P. Morgan εκτίμησε πως η Ελλάδα είναι πιθανό να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μετά τις κάλπες, στα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024, συστήνοντας τοποθετήσεις στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, αλλά… μετεκλογικά, καθώς το “θολό” τοπίο που δημιουργεί η εκλογική διαδικασία αναμένεται να ασκήσει πιέσεις στα ελληνικά assets. Αν και βλέπει περιορισμένο πολιτικό κίνδυνο στη χώρα, και στο βασικό της σενάριο η Νέα Δημοκρατία παραμένει στην κυβέρνηση, ωστόσο θεωρεί ότι ο νέος εκλογικός νόμος στη χώρα μας δυσκολεύει την ορατότητα των επενδυτών και αυξάνει την αβεβαιότητα.

Ειδικότερα, όπως σημείωσε, οι εκλογές ενέχουν αβεβαιότητα, καθώς είναι οι πρώτες έπειτα από μία-δύο δεκαετίες στις οποίες δεν θα υπάρχει το μπόνους των 50 εδρών για το κόμμα που θα κερδίσει την πλειοψηφία. Χωρίς το μπόνους, η Νέα Δημοκρατία πιθανότατα δεν θα καταφέρει να λάβει την πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών. Η προσδοκία της J.P. Morgan είναι ότι η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις εκλογές και θα σχηματίσει ενδεχομένως κυβέρνηση συνασπισμού, συνεχίζοντας να προσφέρει μια εποικοδομητική πολιτική ατζέντα. Ωστόσο βλέπει παράλληλα και κινδύνους. Ο μεγαλύτερος είναι ο σχηματισμός του πλειοψηφικού συνασπισμού να αποτελέσει μια χρονοβόρα διαδικασία, καθώς ο αριθμός των πιθανών συμμαχικών κομμάτων είναι περιορισμένος. Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος η Νέα Δημοκρατία να χρειαστεί να κυβερνήσει τη χώρα με κυβέρνηση μειοψηφίας.

Και η Axia Research τόνισε τον κίνδυνο από τις προσεχείς εκλογές για τα ελληνικά assets. Αν και παραμένει θετική για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, καθώς εκτιμά πως θα συνεχίσουν το 2023 να απολαμβάνουν τις θετικές επιπτώσεις στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, τη στιγμή που η ελληνική οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανθεκτικότητα έναντι της επιδείνωσης του μακροοικονομικού τοπίου στην Ε.Ε., παράλληλα τοποθέτησε την αβεβαιότητα πριν και μετά τις εθνικές εκλογές στους παράγοντες κινδύνου και μεταβλητότητας των επιδόσεών τους.

“Οι ελληνικές τράπεζες θα υπεραποδώσουν των ευρωπαϊκών για δεύτερη συνεχή χρονιά, κλείνοντας το σχετικό discount, ωστόσο η υπεραπόδοση μπορεί να μην είναι γραμμική, λόγω της αστάθειας που προκαλείται συνήθως κατά την περίοδο των εκλογών”, όπως σημείωσε, προσθέτοντας πως οι εκλογές οι οποίες διεξάγονται υπό νέο εκλογικό νόμο αναμένεται να οδηγήσουν σε μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας, καθώς ο σχηματισμός κυβέρνησης μπορεί να χρειαστεί μήνες, εμποδίζοντας την ικανότητα της χώρας να επιτύχει ορισμένους δημοσιονομικούς στόχους για το 2023.

Ο “πολιτικός κίνδυνος” έχει ήδη επισημανθεί και από τους οίκους αξιολόγησης. Η Moody’s έχει επίσης αναφέρει πως, αν και ο κίνδυνος σημαντικής αλλαγής της οικονομικής πολιτικής είναι χαμηλός, ωστόσο εκτιμά πως θα διεξαχθούν δύο γύροι εκλογών και ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης της Ελλάδας θα είναι μια μακρά διαδικασία, αρκετών εβδομάδων ή και περισσότερο, λόγω του νέου εκλογικού νόμου.

Η ελληνική οικονομία θα ξεχωρίσει
“Το Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι από τα λίγα ευρωπαϊκά που πλέον τρέχουν με κέρδη, με έναν τραπεζικό δείκτη να πετάει σε μια αρκετά δύσκολη χρονιά. Αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, μιας και όλα δείχνουν ότι σε ομαλότερες καταστάσεις μπορεί να κάνει τη διαφορά. Μπορεί να βλέπουμε μια αγορά που δεν έχει πιάσει την αύξηση της πραγματικής οικονομίας το τρέχον έτος, παρ’ όλα αυτά μπορεί να ξεχωρίσει το επόμενο διάστημα. Οι εκλογές είναι σημαντικό σταυροδρόμι, μιας και, όπως όλα δείχνουν, από εκεί περνάει και η επενδυτική βαθμίδα που εναγωνίως περιμένει η οικονομία”, σημειώνει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance.

Την άποψη του Έλληνα αναλυτή συμμερίζονται και οι διεθνείς οίκοι, οι οποίοι επίσης αναμένουν πως, παρά την επιβράδυνση, η ελληνική οικονομία θα ξεχωρίσει στο πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται το 2023.

Έτσι, η UBS αναμένει πως οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα είναι ανώτερες σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης το 2023, γεγονός που θα στηρίξει τα ελληνικά assets. Όπως σημείωσε, η ισχυρή ανάπτυξη της Ελλάδας το 2022 θα ακολουθηθεί από επιβράδυνση το 2023, ενώ η δημοσιονομική υπεραπόδοση θα συνεχιστεί, τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία οδεύει σε ύφεση. Ειδικότερα, η ελβετική τράπεζα αναμένει αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,5% το 2023, από 6,4% το 2022, αποδίδοντας την επιβράδυνση στη στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, όπως τόνισε, η Ελλάδα θα βρει στήριξη από δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες: 1) η χώρα βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης (συνολικά 11 δισ. ευρώ ή 5% του ΑΕΠ από τα 30,5 δισ. ευρώ που είναι διαθέσιμα έχουν ήδη εκταμιευτεί ή διεκδικηθεί), και 2) τα οικονομικά των νοικοκυριών ενισχύονται από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική στήριξη, την αύξηση των συντάξεων και του κατώτατου μισθού και τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις στις καταθέσεις. Άλλωστε, οι δημοσιονομικές υπεραποδόσεις της χώρας συνεχίζονται, όπως σημείωσε, με το πρωτογενές έλλειμμα να διαμορφώνεται στα 0,3 δισ. ευρώ μόλις το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου ή 6,4 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες υπεραπόδοσης έναντι του στόχου για έλλειμμα στο 1,7% του ΑΕΠ το 2022.

Από την πλευρά της, η Société Générale σημειώνει πως η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος έχουν σημειώσει ισχυρή ανάκαμψη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, με τις εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων σε ιστορικά υψηλά και τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. Αυτή η θετική δυναμική θα συνεχιστεί με τη βοήθεια κεφαλαίων του NGEU και θα στηρίξει τη δημοσιονομική εξυγίανση της Ελλάδας. Οι οικονομολόγοι της SocGen προβλέπουν ότι η Ελλάδα θα έχει το υψηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα μεταξύ των μεγάλων χωρών της ζώνης του ευρώ έως το 2026 και ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα συγκλίνει με εκείνον της Ιταλίας έως το 2027. Όσον αφορά την προσιτότητα του χρέους, οι πληρωμές τόκων της Ελλάδας θα μπορούσαν να αποφύγουν τη σημαντική αύξηση εν μέσω αυξανόμενων επιτοκίων, καθώς ο ΟΔΔΗΧ αντιστάθμισε μέρος του επιτοκιακού κινδύνου μέσω παραγώγων, προτού αυξηθούν οι αποδόσεις των ομολόγων στα τέλη του 2021. Επιπλέον, περίπου το 75% του συνολικού χρέους είναι με τη μορφή δανείων, τα οποία τείνουν να έχουν χαμηλότερο κόστος τόκων από τα ομόλογα.

Η HSBC –η οποία είναι επίσης οverweight για τις ελληνικές μετοχές− εκτιμά ότι το 2023 η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2%, χάρη στη στήριξη των κεφαλαίων NGEU, από όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει 31 δισ. ευρώ έως το 2026, κάτι το οποίο θα στηρίξει τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ η πτωτική τροχιά του χρέους θα συνεχιστεί, με τη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 172% και 166,5% το 2023 και 2024 αντίστοιχα. Η βρετανική τράπεζα χαρακτηρίζει τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας για το 2023 ισχυρές σε σχέση με τη συγκυρία, με τα θεμελιώδη μεγέθη να είναι όλο και πιο δυναμικά.

Της Ελευθερίας Κούρταλη/capital.gr

Shares