Πέμπτη , 28 Μαρτίου 2024
Τελευταία Νέα

Κοινωνικές Ρήξεις και Πολιτικές Ανακατατάξεις στην Τουρκία! Πού εντοπίζεται το εθνοτικογλωσσικό ρήγμα…

Oι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές στην Τουρκία ανέδειξαν εμφατικά τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της. Σε πολλές περιπτώσεις, με κορυφαία την Κωνσταντινούπολη, φαίνεται πως το κουρδικό στοιχείο πριμοδότησε τους υποψηφίους της αντιπολίτευσης.

του Κωνσταντίνου Φίλη*

Αποκαλυπτικό της εμμονής Ερντογάν είναι πως αρκετοί Κούρδοι συνέπραξαν με το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που στα 80 χρόνια της παραμονής του στην εξουσία τούς πολέμησε με σφοδρότητα, καθώς και με την Ακσενέρ, η οποία ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Τσιλέρ είχε δώσει εντολή για πυρπόληση κουρδικών χωριών. Αντιθέτως, ο Ερντογάν όχι μόνο τους αναγνώρισε δικαιώματα, αλλά βρέθηκε δύο φορές κοντά σε έναν ιστορικό συμβιβασμό. Οταν αυτός δεν κατέστη εφικτός και η είσοδος του HDP στη Βουλή τού στέρησε την αυτοδυναμία, στράφηκε εναντίον τους, με αποκορύφωμα τις διώξεις και φυλακίσεις βουλευτών και του συμπροέδρου του κόμματος και χαρισματικού Ντεμιρτάς.

Σήμερα περίπου το 70%-75% του πληθυσμού προσδιορίζονται ως Τούρκοι, το 20% ως Κούρδοι και το υπόλοιπο 7%-12% ως άλλες εθνοτικές ομάδες. Ο τούρκος διανοούμενος Αχμέτ Ινσέλ διακρίνει τρία κυρίαρχα ρήγματα που διαπερνούν την τουρκική κοινωνία: ένα εθνοτικογλωσσικό, ένα δογματικό και ένα κοινωνικοπολιτισμικό. Στα παραπάνω ρήγματα μπορούν να προστεθούν δύο ακόμα· ένα μορφωτικό και ένα οικονομικό/ταξικό, τα οποία, όταν συντεθούν με τα παραπάνω, φανερώνουν μια γεωγραφική διχοτόμηση της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας. Πιο αναλυτικά:

Το εθνοτικογλωσσικό ρήγμα εντοπίζεται κυρίως μεταξύ Τούρκων και Κούρδων (αποτελούν την πλέον σημαντική εθνοτική μειονότητα, καθώς οι υπόλοιπες έχουν αποδυναμωθεί αριθμητικά τον τελευταίο αιώνα). Αρκετοί Κούρδοι που κατοικούν στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν, σε σημαντικό βαθμό στηρίζουν το ΡΚΚ (μάλιστα ένα 7%-12% φαίνεται πρόθυμο να συμμετάσχει στον ένοπλο αγώνα) και έχουν την επιθυμία να αυτονομηθούν. Ορισμένοι, ωστόσο, έχουν παραιτηθεί από τις ελπίδες τους για επίλυση του Κουρδικού με θετικό πρόσημο γι’ αυτούς, με αποτέλεσμα είτε να ριζοσπαστικοποιούνται είτε να συμβιβάζονται με την υφιστάμενη κατάσταση.

Το δογματικό ρήγμα εντοπίζεται, κυρίως, μεταξύ σουνιτών και αλεβιτών, οι οποίοι είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική μειονότητα της Τουρκίας. Η αλεβιτική κοινότητα συμπεριλαμβάνει Τούρκους, Κούρδους, Αζέρους και Αραβες και εκτιμάται ότι αποτελεί τουλάχιστον το 15% του πληθυσμού της Τουρκίας. Οι αλεβίτες κατατάσσονται στην κατηγορία του σιιτικού Ισλάμ, αν και διαφέρουν σημαντικά από τους άλλους σιίτες. Παρ’ όλο που δεν έτυχαν της καλύτερης δυνατής αντιμετώπισης από τους κεμαλιστές τις προηγούμενες δεκαετίες, υποστηρίζουν και πιστεύουν βαθιά στον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, φοβούμενοι την αυξανόμενη σουνιτική υπεροχή στη δημόσια ζωή. Οι ίδιοι, στην πλειοψηφία τους, θεωρούν ότι εκπροσωπούν το πιο φιλελεύθερο Ισλάμ. Κατά κύριο λόγο ψηφίζουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και συνεργάζονται, ως έναν βαθμό, με τους Κούρδους (άλλωστε αρκετοί αλεβίτες είναι κουρδικής καταγωγής) κατά του σουνίτη Ερντογάν.

Το κοινωνικοπολιτισμικό ρήγμα εστιάζεται στον διαχωρισμό μεταξύ πολιτισμικά συντηρητικών και κοσμικών/φιλελευθέρων. Το ρήγμα αυτό δεν αφορά τόσο πολιτικές ιδεολογίες (οι θεσμοί και η λειτουργία της δημοκρατίας δεν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιόδων πολιτικής κυριαρχίας αμφότερων των μερών), όσο τον τρόπο ζωής. Ως συντηρητικό αυτοπροσδιορίζεται περίπου το 65% του πληθυσμού, που είναι ισλαμιστές και αυταρχικοί. Το υπόλοιπο 35% επηρεάζεται λιγότερο από τη θρησκεία και βρίσκεται εγγύτερα με τη Δύση. Κατά το παρελθόν, οι κοσμικοί καταπίεζαν τους ισλαμιστές περιορίζοντας και απαγορεύοντας κάθε προσπάθεια έκφρασης της θρησκευτικής τους ταυτότητας, ενώ σήμερα η ισλαμοποίηση της κοινωνίας περιθωριοποιεί τις αρχές και τις αξίες των κοσμικών. Οι κοσμικοί/φιλελεύθεροι βρίσκονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και στα παράλια της Μικράς Ασίας, ενώ οι πολιτισμικά συντηρητικοί κατοικούν σε αγροτικές περιοχές και στην τουρκική ενδοχώρα.

Από εκεί και πέρα, μια εκ των σημαντικότερων διαιρέσεων στην Τουρκία είναι η μορφωτική, καθώς ενεργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος για όλα τα υπόλοιπα ρήγματα. Το 63% του πληθυσμού, ηλικίας μεταξύ 25 και 64 ετών, δεν έχει λάβει ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ μόνο το 18% της ίδιας ηλικιακής ομάδας έχει λάβει κάποιου είδους τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας που βρίσκονται εκτός σχολείου, στην πλειονότητά τους, προέρχονται από αγροτικές περιοχές, ανήκουν στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα και είναι γένους θηλυκού.

Τέλος, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και οικονομικά ασθενεστέρων έχει διευρυνθεί, παρά τις προσπάθειες του Ερντογάν να ενισχύσει τους δεύτερους και να δημιουργήσει μια νέα οικονομική ελίτ η οποία θα είναι εξαρτημένη και αφοσιωμένη σε αυτόν. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας δεν μεταφράστηκαν σε αύξηση του μεριδίου του πλούτου της μεσαίας τάξης και των οικονομικά πιο ανίσχυρων (παρότι αυτοί ενισχύθηκαν σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν), εφόσον σε απόλυτους αριθμούς το μερίδιό τους συρρικνώθηκε από περίπου 65% το 2000 σε 50% το 2014. Αντίστοιχα, η οικονομική ελίτ αύξησε το μερίδιό της από 35% σε 50%.

Παρότι, λοιπόν, ο Ερντογάν επιλέγει να συντάσσεται σε κάθε περίπτωση με το πλειοψηφικό ρεύμα, η πολιτική της ακραίας πόλωσης φαίνεται πως δεν τον βοήθησε εκλογικά, συσπειρώνοντας τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης εναντίον των υποψηφίων του AKP. Πάντως, η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τούρκο πρόεδρο είναι να καταφέρει να ανατάξει την οικονομία, έχοντας απέναντί του το πιο μορφωμένο και παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».

(tovima.gr)

Shares