Πέμπτη , 28 Μαρτίου 2024

KATI ETOIMAZOYN! Αλλάζει το «δόγμα» απέναντι στην Τουρκία; – Μοντέλο «Πρεσπών» και στο Αιγαίο;..

Τυπικά μέχρι τώρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε αλλάξει επί της ουσίας την επίσημη «εθνική θέση» ως προς τα ελληνοτουρκικά. Η ρητορική παραμένει ότι η χώρα έχει μια σειρά από αναφαίρετα δικαιώματα που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο, από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 νμ έως το δικαίωμα να ανακηρύξει ΑΟΖ με βάση την αρχή ότι τα νησιά έχουν τη δική τους αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.Παράλληλα υποστήριζε ότι ως προς τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο οδηγός είναι τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που είχαν συμφωνήσει Παπούλιας και Γιλμάζ, ότι δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες και ότι όλα καλύπτονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις συνθήκες που όρισαν διαδοχικά το καθεστώς της Δωδεκανήσου και την οριοθέτησή της έναντι των τουρκικών ακτών.

Επέμεινε ταυτόχρονα ότι το μόνο θέμα που μπορεί να θεωρηθεί «διαφορά» είναι αυτό που αφορά την υφαλοκρηπίδα για το οποίο υπάρχει δεδομένη μεθοδολογία που είναι η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Ως προς το Κυπριακό και αυτή η κυβέρνηση προτίμησε να στηρίζει λίγο πολύ τη γραμμή της Κυπριακής Κυβέρνησης για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Επιμένει ταυτόχρονα ότι μια λύση πρέπει να ξεκινήσει με την επανεξέταση του καθεστώτος των εγγυήσεων.

Κατά τα άλλα, η Ελλάδα παραμένει μια χώρα που τυπικά εξακολουθεί να υποστηρίζει το τουρκικό αίτημα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και εάν επί της ουσίας το ζήτημα αυτό έληξε, όταν οι χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» έκριναν ότι η Ένωση δεν μπορούσε να αντέξει ένα άνοιγμα προς μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα.

Την ίδια ώρα και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ακολούθησε μια στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ξεκίνησε επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και κυρίως εμπεδώθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά που ήταν η αναβάθμιση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, σε μια συμμαχία που είχε και το χαρακτήρα ενός δυνάμει αντιτουρκικού άξονα.

Άλλωστε, μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (όπως και οι προηγούμενες της εποχής των μνημονίων) δεν έχει πάρει ιδιαίτερες πρωτοβουλίες ως προς την εξωτερική πολιτική, ασχολούμενη κυρίως με ζητήματα που αφορούσαν την εφαρμογή των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών.

Μετά, όμως, από τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι σαφές ότι έχουμε μια σταδιακή αναβάθμιση των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και άρα και των ελληνοτουρκικών.

 

Τα σημάδια αλλαγής πολιτικής

Και εδώ είναι που διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια μιας αλλαγής πολιτικής επί των ελληνοτουρκικών, παρότι ως προς αυτό το ζήτημα η Τουρκία δείχνει να συνδυάζει την κλασική «αναθεωρητική» ρητορική των κυβερνήσεων πριν το AKP («γκρίζες ζώνες», «αιτία πολέμου» τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 νμ κ.λπ.) με την ακόμη πιο επιθετική διεκδίκηση μεριδίου από υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ με κεντρική αιχμή τη θέση ότι τα νησιά (συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου) δεν έχουν αυτοτελώς υφαλοκρηπίδα και άρα δυνατότητα ανακήρυξης ΑΟΖ στα όρια που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (200 ν.μ. ή μέση γραμμή όπου η απόσταση είναι μικρότερη).

Ένα πρώτο σημάδι φάνηκε όταν κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής του υπουργείου Εξωτερικών από τον Νίκο Κοτζιά στον Αλέξη Τσίπρα, ο πρώτος ανακοίνωσε ότι «είναι έτοιμα τα ΠΔ» για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 νμ στο Ιόνιο. Η δήλωση αυτή, που ακόμη δεν έχει έρθει προς κύρωση, καθώς στη συνέχεια εκτιμήθηκε ότι δεν είναι θέμα που λύνεται με ΠΔ, είχε συνδυαστεί με διθυραμβικές αναφορές στην για πρώτη φορά αύξηση της ελληνικής επικράτειας μετά από δεκαετίες.

Όμως, είχαν υπάρξει και ορισμένες πιο προσεκτικές και επικριτικές αναγνώσεις αυτής της αποχαιρετιστήρια εξαγγελίας του Κοτζιά. Σύμφωνα με αυτές η επέκταση των χωρικών υδάτων μόνο στις περιοχές όπου η Τουρκία δεν φέρει αντίρρηση, ισοδυναμεί με παραδοχή ότι στο Αιγαίο δεν μπορεί να υπάρξει ανάλογη επέκταση, εφόσον εκεί το καθεστώς είναι ειδικό.

Μόνο που η θέση ότι το καθεστώς στο Αιγαίο είναι ιδιαίτερο και ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το διεθνές δίκαιο, είναι η βασική τουρκική θέση σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε εφαρμογή του διεθνούς δικαίου θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε κλειστή «ελληνική θάλασσα».

Τώρα, με βάση τις δηλώσεις του Κοτζιά ότι δεν πρέπει να είμαστε «μοναχοφάηδες» αλλά και τις δηλώσεις του Κατρούγκαλου ότι η Τουρκία έχει και αυτή δικαιώματα στην εκμετάλλευση του πλούτου στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, γίνεται σαφές ότι προετοιμάζεται μια πιο συνολική μετατόπιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που παραπέμπει σε μια λογική συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο.

Εδώ πρέπει να πούμε το εξής: το ενδεχόμενο συνεκμετάλλευσης ενός κοιτάσματος είναι πραγματικό στη διεθνή πρακτική. Αυτό προκύπτει όταν το ίδιο κοίτασμα γεωγραφικά ανήκει στην υφαλοκρηπίδα δύο διαφορετικών χωρών. Για παράδειγμα το Κατάρ και το Ιράν εκμεταλλεύονται από κοινού κοίτασμα. Όμως, απαιτεί να έχει υπάρξει η οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων (και των ΑΟΖ) δύο χωρών.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποια περιοχή για το πώς χαράσσονται τα όρια και άρα δεν μπορούν να μιλάνε για συνεκμετάλλευση.

Η ίδια η κυβέρνηση μέχρι τώρα έχει υποστηρίξει ότι οι δηλώσεις αναφέρονται στα γενικά δικαιώματα της Τουρκίας σε περιοχές που είναι εκτός των ορίων της ελληνικής ΑΟΖ.

Ισως δε να μην είναι τυχαίες και οι αναφορές Τσιρώνη στο Καστελόριζο που… δεν ανήκει στο Αιγαίο αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το ερώτημα για την ΑΟΖ του Καστελόριζου

Όμως, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο: η ΑΟΖ του Καστελόριζου. Και αυτό γιατί έχει γίνει πια σαφές ότι το ερώτημα μεγάλων εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων κυρίως αφορά την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, με βάση το διεθνές δίκαιο που αποδίδει στα νησιά αυτοτελώς υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ επιτρέπει στην Ελλάδα να έχει αξιώσεις πάνω σε ένα σημαντικό τμήμα εκείνης της περιοχής.

Την ίδια στιγμή έχει διατυπωθεί κατ’ επανάληψη η θέση ότι σε μία συζήτηση του θέματος της οριοθέτησης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι πιθανό το δικαστήριο να μην πήγαινε με τον τυπικό γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλά με μια πιο «αναλογική» λύση που ίσως και να παραχωρούσε περισσότερα στην Τουρκία, ιδίως σε σχέση με εκείνη την περιοχή. Όμως, αυτό δεν μπορεί να είναι βέβαιο μέχρις ότου υπάρξει η σχετική από κοινού (με συνυποσχετικό) προσφυγή και η εκδίκασή της.

Ίσως συζητήσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης σε σχέση με αυτό το ζήτημα να απηχεί και η σημερινή δήλωση του τέως υπουργού Γ. Τσιρώνη ότι «Το ελληνικό, ελληνικότατο Καστελόριζο δεν είναι στο Αιγαίο. Γεωγραφικά δεν είναι στο Αιγαίο τι να κάνουμε τώρα. Είναι στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι στο Αιγαίο. Το Αιγαίο είναι μια θάλασσα που φτάνει μέχρι την Κω και την Ρόδο», όπως και η επιμονή του: «Κοιτάξτε τον χάρτη. Το Καστελόριζο. Δεν είναι στο Αιγαίο. Το Αιγαίο σταματάει κάπου… Υπάρχει μετά το Ικάριο και το Καρπάθιο. Επειδή υπηρέτησα στο ναυτικό σας το λέω. Δείτε έναν χάρτη. Το Αιγαίο για παράδειγμα δεν είναι κάτω από την Κρήτη».

Η δήλωση αυτή προφανώς μπορεί να αναγνωσθεί ως ένδειξη κάποιας σύγχυσης ως προς τα γεωγραφικά του τέως υπουργού, όμως στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας μπορεί και να αναγνωσθεί ως μια τοποθέτηση δείχνει ότι έχει ανοίξει μια συζήτηση για άλλου τύπου διευθέτηση στα ελληνοτουρκικά.

 

Μοντέλο «Πρεσπών»;

Μέχρι τώρα η Τουρκία δείχνει να επιμένει στις δικές της πάγιες θέσεις και να μην ακολουθεί τα «ανοίγματα φιλίας» της ελληνικής κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή ούτε η ελληνική κυβέρνηση έχει ανοίξει τα χαρτιά της ως προς το εάν και κατά πόσο μεθοδεύεται μια μείζονα αλλαγή ως προς την στάση στα ελληνοτουρκικά.

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα ήθελε να εφαρμόσει το μοντέλο της «Συμφωνίας των Πρεσπών» και στα ελληνοτουρκικά, δηλαδή μια «συμφωνία πακέτο», προετοιμασμένη με όρους «μυστικής διπλωματίας», που θα έλυνε υποτίθεται όλα τα ζητήματα ακόμη και πηγαίνοντας πίσω από τις σημερινές «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής διπλωματίας.

Βέβαια, ο πραγματικός πολιτικός χρόνος μέχρι τις εκλογές, ακόμη και με όρους εξάντλησης της τετραετίας δεν επιτρέπει μια τόσο μεγάλη τομή.

Όμως, έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό αυτή η ρητορική «προλείανση» από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης θα ερμηνευθεί από την Τουρκία ως αφετηρία διαπραγμάτευσης ή ως σημάδι ενδοτικότητας για να κλιμακώσει τις απαιτήσεις της.

 

in.gr

Shares