«Ποια Κυβέρνηση, ωρέ καπετάν Νότη; Ο Μαυροκορδάτος, το τζογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποιος τον έκανε κυβέρνηση; Εγώ κι οι άλλοι δεν τον γνωρίζουμε. Σύναξε δέκα χαλέδες και τον υπόγραψαν για να χάβουν τους λουφέδες. Αυτοί τον υπόγραψαν. Πρώτος εσύ που όλα τα πράματα θες νάρχουνται με το ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, η καμπάνα, νταγκ-νταγκ! Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνο το κεφάλι του ξέρει να ταράζει και να λέει πέκεϊ εφέντιμ στο Μαυροκορδάτο! Ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα, όπου αν είτανε γυναίκα δεν εχόρταινε με ογδόντα χιλιάδες φορές την ώρα! Ο ξινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας κι ο αδερφός μου ο Στουρνάρας ο ψεύτης. Δεν τον υπόγραψε ο πούτζος μου και να δω τι λογιώ σεφέρι θα κάνετε.»
Με τα πολλά έρχεται σε σκληρή σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο και καταλήγει, το 1824, κατηγορούμενος για καπάκια (συνεργασία) με τους Τούρκους και ιδιαίτερα για συνεννοήσεις με τον Ομέρ Βρυώνη (δεν μπαίνω στην ουσία, θα περιμένετε μέχρι τον Φεβρουάριο που θα αναρτήσω την εργασία μου «Το πολιτικό έγκλημα στην Ελληνική Επανάσταση»).
Στη διάρκεια της δίκης ο Καραϊσκάκης εξηγεί στους δικαστές ότι ήταν πάντα πολυλογάς και υπερβολικός στα λόγια. Τους ζητά να μην λάβουν υπόψη όσα κατά καιρούς έχει πει, γιατί δεν τα εννοούσε:
Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλιο στα λόγια που λέω, εκατό ζωές νάχω δε γλυτώνω.
Ένας από τους δικαστές, ο κοτζαμπάσης Γαλάνης Μεγαπάνου, τον ρωτά:
Μεγαπάνου: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες;
Καραϊσκάκης: Τόχω χούι, κυρ Πάνο.
Μεγαπάνου: Αμ γιατί να τόχεις χούι, που είσαι πια πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμείς – και δε μ’ ακούς…
Ο Νικόλαος Κασομούλης που περιγράφει τη σκηνή, καταλήγει ως εξής:
«Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα γέλοια όλοι και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος.»
Σημειώσεις/Λεξιλόγιο
– τζογλάνι: παλιόπαιδο, εδώ σημαίνει «το παιδί για όλες τις δουλειές»
– Ρεΐζ εφέντης: κάτι σαν τον Υπουργό Εξωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το λέει επειδή ο Μαυροκορδάτος ήταν Φαναριώτης.
– τεσσαρομάτης: ο Μαυροκορδάτος φορούσε γυαλιά
– χαλές: στα αλβανικά σήμαινε αποχωρητήριο αλλά επίσης και παλιάνθρωπος
– λουφές: μισθός
– με τον ζουρνά: να γίνονται εύκολα και τυπικά
– καμπάνα, νταγκ-νταγκ: πήγαινε πέρα-δώθε σαν την καμπάνα, ανάλογα με τα συμφέροντά του
– κρεμασμένος: επειδή ήταν ψηλός και προχωρούσε πάντα με το κεφάλι σκυφτό
– ταράζει το κεφάλι: να το ανεβοκατεβάζει προσκυνώντας
– πέκεϊ εφέντιμ: μάλιστα αφεντικό
– ξινογαλάς: Σαρακατσάνος
– ψεύτης: επειδή τον γέλασε και δεν τήρησε την υπόσχεσή του
– σεφέρι: η εκστρατεία
– χούι: συνήθεια
– πενήντα χρονών: στην πραγματικότητα ο Καραϊσκάκης ήταν 43 ετών περίπου.
– ογδόντα χρονών: στην πραγματικότητα ο Μεγαπάνου ήταν νεότερος, γύρω στα 60.
– κριταί: δικαστές
– λαός: το κοινό που παρακολουθούσε τη δίκη, πολλοί εκ των οποίων ήταν μπράβοι του Καραϊσκάκη
O Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το κείμενο που διαβάσατε το δημοσίευσε στη σελίδα του στο Facebook
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=2179026279027212&set=a.1375596916036823&type=1&theater