Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024
Τελευταία Νέα

Η άσκηση του Ιατρικού επαγγέλματος από την γυναίκα! Μια ΑΓΝΩΣΤΗ πτυχή του Βυζαντίου…

της Καλλιόπης Αλκ. Μπουρδάρα
Στο Βυζάντιο άνδρες και γυναίκες είχαν την δυνατότητα να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα. Τα φιλολογικά κείμενα, οί επιγραφές μνημονεύουν τήν ύπαρξη γυναικών γιατρών, πού εξασκούσαν το επάγγελμα αυτό είτε μαζί με τον σύζυγο τους είτε ατομικά για βιοπορισμό.
Τα νομοθετικά κείμενα της εποχής ρυθμίζουν θέματα πού αφορούν τήν γυναίκα γιατρό. Οί όροι πού χρησιμοποιούνται είναι: ιατρίνη, ιάτραινα, ιατρόμαια. Απαντάται, επίσης, ο όρος αρχιειάτρηνα. Στο λεξικό Σοΰδα αναφέρεται μόνον ο όρος ιατρίνη. “Οπως προκύπτει από τις πηγές, ιδιαίτερα τις επιγραφές, ό όρος ιάτρινα σήμαινε τήν γυναίκα εκείνη πού ασκούσε καθήκοντα μαίας, άν και δέν αποκλείεται ή περίπτωση κατά τήν οποία η ιάτρινα και η ιατρομαία να είχαν έκτος από τις γνώσεις μαιευτικής και άλλες ιατρικές γνώσεις.

Στο Βυζάντιο, επομένως, υπήρχαν γυναίκες γιατροί επαγγελματίες πού εργάζονταν ατομικά για βιοπορισμό. Ή επαγγελματική αυτή απασχόληση της γυναίκας δέν είναι φαινόμενο πού συναντά κανείς για πρώτη φορά στο Βυζάντιο. Στην αρχαία Ελλάδα και στην Ρώμη υπήρχαν πολλές γυναίκες γιατροί. Ο λατινικός όρος για τήν γιατρό είναι medica. Η μαιευτήρ ονομάζεται obstetrìx και iatromaea. Στις λατινικές επιγραφές
απαντώνται χωρίς διάκριση και οι δύο όροι: medica και obstetrix. Τα λεξικά μεταφράζουν τον όρο μαία ως medica ή obstetrix και ο Ησύχιος ερμηνεύει τήν μαία ως η περί τάς τικτούσας ιατρός. Στην αρχαία Ελλάδα και στην Ρώμη η σχεδόν αποκλειστική απασχόληση της γιατρού ήταν η μαιευτική. Μέ τήν πάροδο του χρόνου ο κύκλος δραστηριότητας επεκτάθηκε στην γυναικολογία γενικά, αλλά και σέ άλλους κλάδους.

Το ρωμαϊκό δίκαιο στις διατάξεις του πού αναφέρονται στο ιατρικό επάγγελμα δέν κάνει διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο Πανδέκτης ρητά αναφέρει ότι άνδρες και γυναίκες γιατροί έχουν τήν ίδια ευθύνη και τους εξομοιώνει πλήρως. Ρυθμίζει, επίσης, θέματα πού έχουν σχέση μέ τήν αμοιβή της γιατρού, της παρέχει δηλαδή δικαίωμα
αγωγής για να διεκδικήσει τήν αμοιβή της. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας ορίζει σαφώς: Medici utriusque sexus. Εφόσον η ρωμαϊκή νομοθεσία δέν κάνει διακρίσεις μπορεί να συμπεράνει κανείς, παρόλο ότι δέν υπάρχουν άμεσες πληροφορίες, ότι ορισμένες γυναίκες γιατροί μέ ιδιαίτερες γνώσεις και προσόντα είχαν την δυνατότητα να ασκήσουν γενική ιατρική. Οι γυναίκες γιατροί, εκτός από τήν άσκηση της ιατρικής τέχνης, ασχολούνταν και μέ τήν συγγραφή ιατρικών βιβλίων σχετικών μέ τήν γυναικολογία, οφθαλμολογία, υγιεινή του δέρματος, φαρμακευτική κτλ. Για τήν θεωρητική κατάρτιση τών γυναικών δέν γνωρίζομε πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτε. Προφανώς έκαναν τις ίδιες σπουδές και πρακτική εξάσκηση μέ τους άνδρες. Στο Βυζάντιο δίδασκαν τήν ιατρική
άνδρες ή γυναίκες πού είχαν μία συγκεκριμένη ειδικότητα. Οι σπουδές της ιατρικής άνηκαν στα ελευθέρια σπουδάσματα. Η σχετική διάταξη τών Βασιλικών συγκαταλέγει στους παιδευτάς τών ελευθερίων σπουδασμάτων τους ιατρούς και τάς ιατρίνας. Αναγνωρίζει, επομένως, το δίκαιο στις γυναίκες το δικαίωμα όχι μόνον να άσκουν το ιατρικό επάγγελμα, αλλά και να διδάσκουν τήν ιατρική. Προφανώς ανάμεσα στους
μαθητές τους συγκαταλέγονταν και γυναίκες. Τον 6ο και 7ο αιώνα για νά γίνει κάποιος γιατρός (άνδρας ή γυναίκα) ή έπρεπε να μαθητεύσει κοντά σέ γιατρό ή να παρακολουθήσει μαθήματα πού έκανε καθηγητής τής ιατρικής. Τήν εποχή τών Κομνηνών (11ος-12ος αι.) έπρεπε: (1) να έχει παρακολουθήσει μαθήματα ιατρικής, (2) να έχει κάνει πρακτική  εξάσκηση για μακρό χρονικό διάστημα, (3) να έχει υποστεί επιτυχείς εξετάσεις ενώπιον του της ιατρικής προεξάρχοντος, (4) να έχει πάρει ένα είδος διπλώματος πού πιστοποιούσε τήν ιδιότητα του γιατρού και έδινε το δικαίωμα της ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος. Τα νοσοκομεία είχαν ένα είδος ιατρικών σχολών. Η μονή του Παντοκράτορος π.χ. πού είχε μεγάλο νοσοκομείο είχε και διδάσκαλον της Ιατρικής.
Το τυπικό της μονής αναφέρει χαρακτηριστικά:

Αλλά και διδάσκαλον είναι τυπούμεν οφείλοντα διδάσκειν τα τής ιατρικής επιστήμης, όστις και λήψεται τα αυτά τω νοσοκόμω εν άπασι. Δια τούτο δε τετύπωνται αυτώ τα ανωτέρω δηλωθέντα σιτηρέσια, ίνα τον έργον τής διδασκαλίας επιμελήται και εκδιδάσκη τους παίδας των ιατρών του ξενώνος τα τής ιατρικής μαθήματα επιμόνως και μετά σπουδής. Ου γαρ ώς οφφίκιον τυπούται παρ’ ημών το διδασκαλίκιον ώστε τα μεν
σιτηρέσια λαμβάνειν τον τής τοιαύτης προστασίας αξιούμενον, τής δε διδασκαλίας καταφρονείν, επειδή ο φωραθησόμενος μη διακονείν τω τοιούτω λειτουργήματι τής τών σιτηρεσίων απολήψεως στερηθήσεται, άλλον πάντως αντεισαχθησομένου του εκπληρώσαντος κατά τα διατεταγμένα παρ’ ημών τήν τών ιατρικών μαθημάτων διδασκαλίαν.

Όπως προκύπτει από το κείμενο του τυπικού η «σχολή» αυτή ιατρικής
φαίνεται ότι είχε ένα μόνον σκοπό: να εφοδιάζει αποκλειστικά και
μόνον το νοσοκομείο της μονής μέ εξειδικευμένο και σταθερό προσωπικό.

Ποιες ήταν οι ιατρικές υπηρεσίες πού παρείχαν οι γυναίκες γιατροί στο Βυζάντιο; Από τήν μελέτη τών πηγών προκύπτει ότι κύρια απασχόληση τους ήταν η μαιευτική και η γυναικολογία. Γενικά, όμως, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στις γυναίκες ασθενείς, ανεξάρτητα αν οι ασθένειες ήταν γυναικολογικής φύσεως ή όχι. Είχαν, επίσης, τήν δυνατότητα να ασκούν υψηλά επιστημονικά και διοικητικά καθήκοντα και να καταλαμβάνουν σε νοσοκομείο τήν θέση του διευθυντού τμήματος γυναικών. Μπορούσαν να γνωματεύουν αποκλειστικά ώς μαιευτήρες γυναικολόγοι για συναφή ιατροδικαστικά θέματα, να γίνουν διοικητές ευαγών οίκων (ιδιωτικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων). Εκτός από τήν άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος οι γυναίκες γιατροί υπηρετούσαν και στα νοσοκομεία, όπου υπήρχαν ειδικές πτέρυγες για τις ασθενείς. Στο
νοσοκομείο του Παντοκράτορος π.χ. υπήρχαν πέντε πτέρυγες. Η πρώτη προοριζόταν για τους ασθενείς πού έπρεπε να υποβληθούν σε εγχείρηση καί είχε δέκα κρεβάτια. Η δεύτερη είχε οκτώ καί προοριζόταν για εκείνους πού είχαν παθήσεις στα μάτια καί στην κοιλιακή χώρα (έντερα κτλ.). Η τρίτη πτέρυγα προοριζόταν για τις γυναίκες ασθενείς καί είχε δώδεκα κρεβάτια. Από το κείμενο του τυπικού δεν προκύπτει σαφώς αν στην πτέρυγα αυτή πήγαιναν γυναίκες επίτοκες ή πού είχαν γυναικολογικές παθήσεις ή γενικά γυναίκες πού έπασχαν από κάθε φύσεως ασθένεια. Το γεγονός ότι στο τμήμα αυτό υπήρχαν δύο γιατροί καί μία μόνον γιατρός καί ότι οι δύο χειρουργοί πού εξυπηρετούσαν τους έξωθεν ερχόμενους άρρωστους και είς το γυναικείον δουλεύσουσιν, οπηνίκα τύχη
τινά των γυναικών τραυματικόν έχειν νόσημα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πτέρυγα αυτή του νοσοκομείου προοριζόταν γενικά για γυναίκες ασθενείς ανεξάρτητα από το είδος τής ασθένειας. Οι δύο άλλες πτέρυγες είχαν είκοσι κρεβάτια για ασθενείς πού έπασχαν από διάφορες ασθένειες. Για τα πενήντα αυτά κρεβάτια είχαν ορισθεί πέντε όρδινοι. Σέ κάθε όρδινον υπήρχαν ιατροί δύο, υπουργοί έμβαθμοι τρεις, και περισσοί
υπουργοί δύο, και υπηρέται δύο. Κάθε βράδυ από των υπουργών παραμενούσι τοις νοσούσιν υπουργοί τέσσαρες και υπούργισσα μία, ήγουν εις έκαστον όρδινον είς, οι και εξκουβήτορες καλούνται. Στο όρδινον των γυναικών, ιατροί μεν έσονται δύο, παρακολουθήσει δε και ιάτραινα μία, και υπούργισσαι έμβαθμοι τέσσαρες, καί
υπηρέτριαι δύο. . .  Στην γυναικεία, επομένως, πτέρυγα υπήρχαν δύο άνδρες και μία γυναίκα γιατρός υποχρεωτικά, ενώ στις άλλες πτέρυγες δέν αναφέρεται πουθενά γυναίκα γιατρός. Το βοηθητικό προσωπικό στην πτέρυγα αυτή ήταν αποκλειστικά γυναίκες: τέσσαρες υπούργισσαι και υπηρέτριαι δύο. Το βράδυ έπρεπε απαραιτήτως να μένει στο νοσοκομείο μία υπούργισσα για την γυναικεία πτέρυγα και τέσσαρες
υπουργοί για τις άλλες πτέρυγες.

Η βυζαντινή νομοθεσία επιτρέπει στην γιατρό, σε αντίθεση προς τις άλλες γυναίκες, να είναι μάρτυς στο δικαστήριο. Στα Βασιλικά υπάρχουν οι ακόλουθες διατάξεις: Περί βίας ου μαρτυρεί απελεύθερος κατά πάτρωνος. . . ούτε η φανερώς πόρον ποιησαμένη ή ποιουμένη εκ του σώματος.. . Στο σχόλιο πού ακολουθεί ο Εναντιοφανής συμπεραίνει ότι
μαρτυρεί η μη ποιήσασα και συμπληρώνει ότι στην εποχή πλέον πού γράφει ή γυναίκα δεν μπορεί να είναι μάρτυς πλην επί τεκούσηςΚαι ιστέον, ότι ουκ αεί μαρτυρεί γυνή, αλλ’ εν οίς ουκ έξεστιν άνδρας περιλαμβάνειν, ως επί τεκούσης, και εν βαλανείω γυναίκας εχοντι. Η γυναίκα δέν μπορεί νά είναι μάρτυς σέ διαθήκη : . . . εν άλλοις δε μαρτυρίαν
νέμει, εν οίς οι άνδρες ου παρακαλούνται, όπου δηλ. δέν μπορούν να παρίστανται άνδρες, όπως στην περίπτωση τών τοκετών. Η Νεαρά του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού καταργεί τις παραπάνω διατάξεις των Βασιλικών και απαγορεύει γενικά τήν μαρτυρία τών γυναικών επί τα τών συμφώνων μαρτύρια, εκτός από τήν περίπτωση εν πράγμασι δε γυναιξίν
ιδιάζουσιν, ου μη θεμιτόν εντυγχάνειν ανδράσιν — φημί δε επί τε ωδίνων και εί τι έτερον ο μόνη θήλυς όψις ορά — τα οικεία και αρρένων οφθαλμοίς αθέατα μαρτυρείτωσαν.            Ο νόμος αυτός του Λέοντος ΣΤ’ καθιερώνει τήν πραγματικότητα πού είχε επιβληθεί στην βυζαντινή κοινωνία, ερχόταν σε αντίθεση μέ τήν ρωμαϊκή νομοθεσία και είχε καθιερωθεί
εθιμικά, να αποφεύγουν δηλαδή οι γυναίκες τις εμφανίσεις σε πολυάνθρωπες εκδηλώσεις και να μήν είναι μάρτυρες στα δικαστήρια, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου παρευρίσκονται αποκλειστικά γυναίκες και είναι μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες. Ή γιατρός μπορούσε να είναι μάρτυς σε θέματα πού είχαν σχέση μέ τοκετούς ή άλλες γυναικείες παθήσεις, να γνωμοδοτεί για γυναικολογικά ιατροδικαστικά θέματα, για θέματα δηλαδή για τά όποια δέν μπορούσε να έχει γνώση ένας γιατρός, εφόσον απαγορευόταν να είναι παρών. Η Πείρα του Ευσταθίου Ρωμαίου δίνει παράδειγμα χαρακτηριστικό μαρτυρίας γυναίκας γιατρού πού αναφέρεται σέ ιατροδικαστική εξέταση. Πρόκειται για έλεγχο του αθίκτου της παρθενίας. Ο θείος άρπαξε τήν μνηστή του ανεψιού του. Ο ανεψιός επέμενε τοις μνήστροις και την γυναίκα ηγάγετο, και
κατηγορείτο ο γάμος ώς του θείου συνελθόντος τη γυναικί και του ανεψιού επιβάψαντος μίξιν αθέμιτον. Αλλ’ ηλέχθη μή τοιούτον γενέσθαι μήτε διαφθαρήναι την κόρην παρά του άρπαγος, και ο γάμος έμεινεν ακατηγόρητος, επειδή καί εκμάρτυρον υπεδείχθη γυναικών το άθικτον της κόρης τη ψηλαφήσει βεβαιουσών, ών ουκ απόβλητον το μαρτύρων, ότι μαρτυρούσι και γυναίκες εν οίς άνδρες ου προσκαλούνται. Καί φησι βι. κα’ τί. α’ «η γυνή εν διαθήκη ου μαρτυρεί. Εν άλλοις δε μαρτυρίαν νέμει». Για την διαπίστωση της παρθενίας υπήρχε ειδική μέθοδος. Η γυναικολόγος Μητροδώρα στο βιβλίο της Περί των γυναικείων παθών της μήτρας αναπτύσσει την μέθοδο προς γνώναι γυναίκα, εάν εστι παρθένος. Απόφαση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του έτους 1325, αναφέρει ότι ο πατριάρχης καί οι αρχιερείς στους οποίους κατέφυγε κληρικός για να ζητήσει να λυθεί ο γάμος της κόρης του ζήτησαν την βοήθεια μαίας, η οποία θα εξέταζε τήν γυναίκα και θα γνωμοδοτούσε. Ο κληρικός αυτός της μητροπόλεως Αίνου ανέφερε στο δικαστήριο.. .

ώς ηγάγετο γαμβρόν επί τη εαυτού θυγατρί ενδέκατον της ηλικίας αγούση χρόνον, τον υιόν του από του τοιούτου κλήρου, άρχοντος των εκκλησιών του Αργυρού, και δια το μη νομίμων και τελείων χρόνων είναι τήν θυγατέρα, ούτε ο τα δίκαια διέπων της τοιαύτης αγιωτάτης μητροπόλεως παρεχώρει τον γαμβρόν αυτή συνοικείν. .. υπ’ εγγυητή τω πατρί
τώδε τω άρχοντι τών εκκλησιών του μή πρότερον αυτή τον υίον συνελθείν, πριν αν ο νόμιμος προς τήν συνάφειαν επιστή χρόνος, θαρρήσας κατεπιστεύσατο, ό δέ γε τοιούτος γαμβρός, μή αναμείνας, εβιάσατο τήνδε τήν θυγατέρα, και εμίγη παρά φύσιν αυτή, παντελούς βλάβης και ερημώσεως ταύτη γενόμενος πρόξενος. Συμπαρισταμένης δέ τω δικαστηρίω καί αυτής δέον εκρίθη, εξέτασιν τούτου χάριν γενέσθαι, καί γε, προσκληθείσης μαίας και ανερευνησάσης αυτήν, ώσπερ εν τοις τοιούτοις είθισται, και της παρά του ανδρός γενομένης επ’ αυτή τοσαύτης βλάβης αληθούς αποδειχθείσης, ώς καί ανδρί το από τούδε μή δυνατώς όλως έχειν ταύτην συγκαθευδήσαι, διέγνωσται τή ημών μετριότητι και τοις περί αυτήν ιερωτάτοις αρχιερεύσιν, ώς αν το μεν δια τήν μεσολαβήσασαν ανηβότητα της γυναικός, το δε μάλιστα και δια τήν τοιαύτην
έπ’ αυτή βλάβην και το μή δύνασθαι ανδρί συνοικείν, είη τόδε το συνοικέσιον διεζευγμένον, απολαβόντος του πατρός τούδε πάντα τα προικός χάριν καταγραφέντα παρά τούτου τή θυγατρί, έτι δε και το κατά νόμους . . .

Η νομοθεσία ορίζει σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να κάνει τίς εξετάσεις αποκλειστικά γυναίκα γιατρός ή μαία, όπως π.χ. όταν σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου του συζύγου αμφισβητείται η εγκυμοσύνη. Εάν μετά το διαζύγιο ο άνδρας ισχυρίζεται ότι η γυναίκα εγκυμονεί και αυτή αρνείται, ο άρχων διαλέγει τρεις μαίας δοκίμους την τέχνην και
την πίστιν, και θεωρούσι. Και εάν αι τρεις είτε και αι δύο είπωσιν αυτήν εγκυμονείν, δέχεται φύλακα, ωσανεί αυτή τούτο ήτησεν. Ει δε αι τρεις είτε αι δύο είπωσιν αυτήν μή εγκυμονείν, ου δέχεται φύλακα, και ο ανήρ εις ύβριν αυτής και ατιμίαν δοκεί τούτο πεποιηκέναι. Εάν πεθάνει ο σύζυγος και η γυναίκα ισχυρίζεται ότι εγκυμονεί οφείλει . . .

δεύτερον του μηνός παραγγέλλειν οίς διαφέρει ή προκουράτωρσιν αυτών, ίνα, ει βούλονται, πέμψωσι τάς οφειλούσας επιδείν τήν γαστέρα. Πέμπονται δε πέντε γυναίκες ελεύθεραι, και άμα πάσαι εφορώσι, καί ούτε μία τούτων ακούσης τής γυναικός άπτεται τής γαστρός αυτής. Τίκτει δε εν οίκω σεμνής γυναικός επιλεγόμενω παρά του άρχοντος. Προ του νομίζειν τίκτειν στελλέτω τήν παραγγελίαν η γυνή. Μή εχέτω δε το κουβούκλειον, εν ώ τίκτει, πολλάς εισόδους, άλλα μίαν. Τας δε λοιπάς σανίσιν εκάτερον αποφράττειν μέρος. Και προ του κουβουκλίου τρεις ελεύθεροι καί τρεις ελεύθεραι, και δύο στρατιωται φυλάττουσιν.

Η βυζαντινή νομοθεσία ορίζει περιπτώσεις ποινικής ευθύνης του γιατρού χωρίς να κάνει διάκριση φύλου. Έτσι εάν προκληθεί βλάβη στην γυναίκα πού δεν μπορεί να τεκνοποιήσει ή πάσχει από γυναικολογική πάθηση από εσφαλμένη διάγνωση ή χορήγηση κακού φαρμάκου επιβάλλονται ποινές στον ή στην γιατρό. Εξορία απειλούν τα Βασιλικά σέ όποιον (άρα καί στην γιατρό πού κατά κύριο λόγο ασχολείται μέ προβλήματα
εγκυμοσύνης ή γυναικολογικά γενικά) μή καλώ λογισμώ δώσει γυναικί συλληπτικον καί αποθάνη ή λαβούσα. Για τήν ίδια περίπτωση η Επιτομή απειλεί εκτός από τήν εξορία και εσχάτη δήμευση. Ειδικά ορίζεται ότι εάν η γιατρός δώσει φάρμακο σέ γυναίκα και αυτή πεθάνει, ευθύνεται η γιατρός και υπόκειται σέ ποινή. Διακρίνει μάλιστα ο νόμος τήν περίπτωση κατά τήν οποία η γιατρός απλά χορηγεί το φάρμακο στην γυναίκα και αυτή πεθάνει και τήν περίπτωση κατά τήν όποια η γιατρός χερσίν ιδίαις το φάρμακον υπέβαλεν. Στην πρώτη περίπτωση χώρα τη το διπλούν απαιτούση αγωγή και στην δεύτερη ο Ακουΐλιος αρμόζει. Τις ίδιες ποινές ορίζει και η Επιτομή. Ενέχεται, επομένως,
η γιατρός όχι μόνον για τήν εσφαλμένη ιατρική διάγνωση, αλλά καί για τήν παροχή φαρμάκων πού επιφέρουν βλάβη στην υγεία ή τον θάνατο.

Ο, η γιατρός και η μαία έχουν ποινική ευθύνη και στην περίπτωση αμβλώσεως. Οι ποινές είναι ποικίλες καί εξαρτώνται από τήν βλάβη πού προξενήθηκε στην γυναίκα, την ύπαρξη δόλου ή μη και την κοινωνική θέση του γιατρού. Τα Βασιλικά ορίζουν: O δεδωκώς πόμα προς φίλτρον ή αμβλωτρίδιον, καν χωρίς δόλου, ευτελής μεν ών μεταλλίζεται, τίμιος δε εξορίζεται μετά μερικής δημεύσεως. Ει δε απέθανεν ο πιών, εσχάτως τιμωρείται. Η Επιτομή και ο Ματθαίος Βλαστάρης στο έργο του Σύνταγμα κατά στοιχείον περιέχουν τήν ίδια διάταξη. Κανών του αγίου Βασιλείου ορίζει εκκλησιαστική ποινή για τήν γυναίκα
πού δίνει και για εκείνη πού δέχεται τα εμβρυοκτόνα δηλητήρια: Και αι διδούσαι και αι δεχόμεναι τα εμβρυοκτόνα δηλητήρια, εν τοις εκουσίως φονεύουσι καταλογίζονται. Ενταύθα δε το του ακουσίου φόνου επιτίμιον τήν δεκαετίαν επιτίθησι ταύταις, οίμαι παρά το μήπω γεγονέναι το κυοφορούμενον εν φύσει, και το μή εκ διαθέσεως απανθρώπου μελετηθήναι τον φόνον, άλλα δι’ αισχύνην ή φόβον αγενή, γονέων τυχόν, ή δεσπότου, ή άλλου τίνος, κίνδυνον απειλούντος. Οι ποινές, επομένως, πού επιβάλλονταν στην περίπτωση αυτή ήταν ο μεταλλισμός, η εξορία, η μερική δήμευση, ο θάνατος και πνευματική ποινή δεκαετές επιτίμιον.

Έκτος από τήν γιατρό υπήρχαν και οι γυναίκες, οι όποιες ανάλογα μέ τις γνώσεις τους, βοηθούσαν τους γιατρούς στο έργο τους. Παρείχαν τις υπηρεσίες τους εργαζόμενες είτε ιδιωτικά είτε μέσα στα νοσοκομεία. Ήταν οι μαίες και αι υπούργισσαι, οι αδελφές δηλ. νοσοκόμες. Στις πηγές αι υπούργισσαι αναφέρονται κυρίως ώς το βοηθητικό προσωπικό
των νοσοκομείων.

Σημαντική βοήθεια και υπηρεσίες προς τους ασθενείς παρείχαν οι διακόνισσες, οι όποιες είχαν προφανώς μερικές ιατρικές γνώσεις. Σε όλη τήν διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας οι διακόνισσες είχαν, ανάμεσα στα άλλα τους καθήκοντα, τήν φροντίδα και περίθαλψη των ασθενών. Μέ τήν εμφάνιση των νοσοκομείων ο ρόλος τους στον τομέα αυτό έγινε περισσότερο σημαντικός.

Οι βυζαντινοί γιατροί έπαιρναν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους είτε από τους πελάτες τους είτε, εάν υπηρετούσαν σε νοσηλευτικά ιδρύματα, από το κράτος, την κοινότητα ή το ίδρυμα. Οι γιατροί τών κοινοτήτων και ιδρυμάτων έπαιρναν ρόγα, χρηματική δηλ. αμοιβή, και αννόνα, δηλαδή τρόφιμα, σιτηρά, όσπρια, οίνο κτλ. Έκτος από τήν ρόγα και τήν αννόνα έπαιρναν από τους πελάτες τους κατά καιρούς και αγάπες, φιλικά δηλαδή δώρα. Στις Καλένδες του Ιανουαρίου εισέπρατταν και χρηματικά φιλοδωρήματα, τα όποια σύμφωνα μέ τήν νομοθεσία, δέν εθεωρούντο μισθός. Δέν γνωρίζομε εάν η γυναίκα γιατρός έπαιρνε ίση αμοιβή μέ τον συνάδελφο της ή διαφορετική. Στο τυπικό της μονής του Παντοκράτορος ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Κομνηνός ορίζει, μέ πολλές λεπτομέρειες,
τίς αμοιβές σε χρήμα και σέ είδος των γιατρών και του βοηθητικού προσωπικού του νοσοκομείου. Ο P. Gautier κατάρτισε ειδικό πίνακα πού δείχνει τις αμοιβές αυτές. Παραθέτω μέρος του πίνακα πού δίνει τήν δυνατότητα να γίνει σύγκριση ανάμεσα στις αμοιβές ανδρών και γυναικών

γυναίκες ιατροί

Παρατηρούμε ότι ή αμοιβή του γυναικείου βοηθητικού προσωπικού είναι ίση μέ τήν αμοιβή σέ χρήμα και σέ είδος του ανδρικού βοηθητικού προσωπικού. Αντίθετα η γιατρός παίρνει ώς αμοιβή ακριβώς τα μισά χρήματα (τρία χρυσά νομίσματα έναντι έξι τών ανδρών συναδέλφων της), η αννόνα είναι μικρότερη (26 μόδιοι έναντι 36 τών ανδρών) και δέν παίρνει προσφάγιον. Η ανισότητα αυτή ώς προς τήν αμοιβή είναι μεγάλη και το κείμενο δέν δικαιολογεί πουθενά τήν άνιση αυτή μεταχείριση. Δέν γνωρίζομε εάν ή άνιση αυτή μεταχείριση, η μικρότερη δηλ. αμοιβή της γιατρού, αποτελούσε κανόνα. Πάντως το γεγονός ότι ή αμοιβή τών γυναικών, οι όποιες παρείχαν βοηθητικές υπηρεσίες, ήταν ίση
μέ τών ανδρών δίνει τήν δυνατότητα να συμπεράνει κανείς ότι δέν υπήρχε κανόνας (έστω και εθιμικός), πού νά επιβάλλει διαφορετική μεταχείριση ώς προς τήν αμοιβή στις γυναίκες. Η άνιση μεταχείριση ώς προς το σημείο αυτό της γιατρού δέν πρέπει να μας οδηγήσει σέ γενικό συμπέρασμα. Ίσως να υπήρχε ειδικός λόγος, άγνωστος σέ μας, για τον όποιο ο Ιωάννης Κομνηνός όρισε αυτές τίς αμοιβές. Είναι δυνατόν να υποθέσει κανείς ότι η γιατρός ήταν βοηθός τών δύο ανδρών γιατρών πού υπηρετούσαν στην γυναικεία πτέρυγα και για τον λόγο αυτό η αμοιβή της ήταν μειωμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αυτοκράτωρ είχε παραχωρήσει άφθονα περιουσιακά στοιχεία στο ίδρυμα αυτό και δέν θα
έκανε περιστολή εξόδων περικόπτοντας τήν αμοιβή της γιατρού πού υπηρετούσε στο νοσοκομείο.

Από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι στο Βυζάντιο υπάρχει συνέχεια της παραδόσεως πού είχε δημιουργηθεί στην αρχαία Ελλάδα και στην Ρώμη ώς προς τήν δυνατότητα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος από τήν γυναίκα. Οι ρωμαϊκές νομοθετικές διατάξεις, πού εξομοιώνουν πλήρως άνδρες και γυναίκες γιατρούς, παρέχουν δικαιώματα, αλλά συγχρόνως καθορίζουν και όρια ευθύνης για τήν γιατρό, ισχύουν στην βυζαντινή αυτοκρατορία. Η καθημερινή πρακτική και οι εξελίξεις της βυζαντινής νοοτροπίας και κοινωνίας δίνουν τήν ευκαιρία στον νομοθέτη καί στον δικαστή να μεταβάλουν ή να συμπληρώσουν τις παλιές ρωμαϊκές διατάξεις μέ νέα στοιχεία.

(Πηγή: Α’ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση)
novoscriptorium.wordpress.com

Shares