Πέμπτη , 28 Μαρτίου 2024

Γερμανία: “Χαράτσι” εκατοντάδων ευρώ για το φυσικό αέριο

Επιπλέον επιβάρυνση, εκτός των ούτως ή άλλως αυξημένων λογαριασμών, προκαλεί για τα νοικοκυριά στη Γερμανία το “ειδικό τέλος για το φυσικό αέριο”, που επιβάλλεται τον Οκτώβριο.

Το “ειδικό τέλος” ορίζεται στα 2,4 ευρώ ανά κιλοβατώρα και ουσιαστικά μετακυλίει στην κατανάλωση το αυξημένο κόστος των εταιρειών που αναγκάζονται να εισάγουν φυσικό αέριο από άλλους προμηθευτές σε υψηλότερες τιμές μετά τη δραστική μείωση της ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία. Θα το καταβάλλουν από τον Οκτώβριο του 2022 μέχρι τον Μάρτιο του 2024 όλα τα νοικοκυριά, αλλά και οι επιχειρήσεις που προμοηθεύονται φυσικό αέριο. Ανά τρίμηνο τα δεδομένα θα επανεξετάζονται και το “ειδικό τέλος” θα αναπροσαρμόζεται, εάν χρειαστεί. Μόνο για τη βιομηχανία η πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση υπολογίζεται στα 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων το 50% αναλογεί στη βιομηχανία χημικών προϊόντων, την υαλουργία και τη μεταλλουργία.

Η επιβάρυνση για τα νοικοκυριά
Ακόμη και χωρίς το “ειδικό τέλος” οι λογαριασμοί για το φυσικό αέριο για τα νοικοκυριά αυξάνονται σημαντικά τον επόμενο χειμώνα. Σύμφωνα με υπολογισμούς της οικονομικής ιστοσελίδας Business Insider η μέση τιμή της κιλοβατώρας φυσικού αερίου μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 25 λεπτά τον χειμώνα, έναντι 6,5 λεπτών σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι, για παράδειγμα, νοικοκυριό με ένα άτομο και κατανάλωση 6.000 κιλοβατώρες θα κληθεί να καταβάλει περίπου 800 ευρώ επιπλέον. Για ένα ζευγάρι με κατανάλωση 10.000 κιλοβατώρες η επιπλέον επιβάρυνση φτάνει τα 1.850 ευρώ. Φυσικά πρόκειται για ενδεικτικά μεγέθη και οι χρεώσεις μπορεί να είναι διαφορετικές, ανάλογα με το εμβαδόν της κατοικίας που θερμαίνεται και τις προδιαγραφές ενεργειακής ασφάλειας (μόνωση κ.λπ.).

Σε αυτές τις επιβαρύνσεις προστίθεται όμως και το “ειδικό τέλος”. Έτσι, η οικονομική ιστοσελίδα Check24 υπολογίζει ότι ένα ζευγάρι σε διαμέρισμα 100 τ.μ. με κατανάλωση 12.000 κιλοβατώρες θα πληρώσει σχεδόν 360 ευρώ επιπλέον, μόνο για το “ειδικό τέλος”. Στο ποσό περιλαμβάνεται και ο σημερινός ΦΠΑ 19%. Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, σε μία προσπάθεια να ελαφρύνει τα νοικοκυριά, έχει ζητήσει από την ΕΕ μία προσωρινή εξαίρεση από τον ΦΠΑ για το “ειδικό τέλος”, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει λάβει απάντηση από τις Βρυξέλλες.

Προτάσεις για την ελάφρυνση των νοικοκυριών
Μετά από όλα αυτά, τα πολιτικά κόμματα σπεύδουν να καταθέσουν προτάσεις για μία συνολική ελάφρυνση των νοικοκυριών. Ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Γενς Σπαν επανέφερε την πρόταση για πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου μέχρι ένα συγκεκριμένο όριο κατανάλωσης, κάτι που θα αποτελούσε κίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας. “Όσοι καταναλώνουν περισσότερο, είναι λογικό να πληρώσουν και περισσότερα”, επισημαίνει ο Σπαν στο πρωϊνό μαγκαζίνο της γερμανικής τηλεόρασης (ARD). Παράλληλα, κατηγόρησε τα κόμματα της συγκυβέρνησης για έλλειψη συντονισμού. “Στην επιβάρυνση του καταναλωτή συμφώνησαν αμέσως, αλλά τώρα που καλούνται να ελαφρύνουν τον καταναλωτή, ο καθένας προτείνει τα δικά του”, λέει με δηκτικό ύφος ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός.

Ο ομόλογός του στο “στρατόπεδο” των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Ματίας Μιερς, υποστηρίζει ότι απαιτούνται στοχευμένα μέτρα για τους εισοδηματικά ασθενέστερους και με άμεσο αντίκρυσμα στην τσέπη του καταναλωτή, όχι φοροαπαλλαγές που θα αποφέρουν καρπούς το 2024. Παράλληλα, μιλώντας στην ARD, ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός στηρίζει την πρόταση του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ για μείωση ή προσωρινή απαλλαγή από τον ΦΠΑ του “ειδικού τέλους”. Επιπλέον δε, προτείνει την παράταση του “εισιτηρίου των 9 ευρώ” για τις δημόσιες μεταφορές από το φθνόπωρο, κάτι που μέχρι στιγμής απορρίπτει ο υπουργός Οικονομικών.

Τέλος, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, που πρόσκειται στο Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), επαναφέρει την πρόταση για φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών κολοσσών, την οποία επίσης απορρίπτει ο υπουργός Οικονομικών. Οι συντάκτες σχετικής μελέτης, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη, υποστηρίζουν ότι το μέτρο θα μπορούσε να αποφέρει επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 30 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.

 

Πηγή: Deutsche Welle

Shares