Πέμπτη , 18 Απριλίου 2024

Η ΕΛΛΑΔΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ σε ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ!Ώρα να το καταλάβουμε όλοι…

Η στάση πληρωμών μίας χώρας με την προσφυγή της στο νόμο του Ο.Η.Ε. περί δημοσιονομικής αδυναμίας είναι μία αρκετά πολύπλοκη διαδικασία, με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας – ενώ παραδόξως μόνο η Γερμανία πέτυχε τη νόμιμη διαγραφή των χρεών της μετά το 1950, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη για δεύτερη φορά στον 20ο αιώνα.

Ανάλυση

Στα πλαίσια των υπηρεσιών που επιθυμούμε να προσφέρουμε όσο καλύτερα μπορούμε στους συνδρομητές που στηρίζουν εθελοντικά τη σελίδα και τις προσπάθειες μας, θεωρούμε σωστό να δώσουμε κάποια απάντηση σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να προσφύγει στο νόμο του Ο.Η.Ε. περί δημοσιονομικής αδυναμίας – έτσι ώστε να αναστείλει νόμιμα την εξόφληση των δανείων της.

Πως είναι ο μοναδικός και καλύτερος τρόπος για να προστατεύσει την ανάπτυξη της οικονομίας της, για να εμποδίσει την καταλήστευση της από τους «θεσμούς», καθώς επίσης για να αποφύγει τα δάνεια χωρίς αντίκρισμα από τις τοκογλυφικές τράπεζες – ενώ μόνο έτσι θα καταφέρει να μην εξαγοραστούν αντί πινακίου φακής τα ιδιωτικά και δημόσια περιουσιακά της στοιχεία, ιδιαίτερα οι εταιρείες κοινής ωφέλειας. Εν προκειμένω αναφέρεται η τοποθέτηση μίας Ελληνίδας δικηγόρου από το 2012, πριν την εκλογή της σημερινής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία τα εξής:

«Η ουσία είναι ότι ενώ η στάση πληρωμών αποτελεί ρεαλιστικό ενδεχόμενο, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία σοβαρή προετοιμασία της Ελλάδας για να την αντιμετωπίσει, εάν χρειαστεί. Η γενική παραπληροφόρηση – τηλεοπτική και μη – συσκοτίζει την κατάσταση ακόμη περισσότερο. Ο κόσμος ακούει «στάση πληρωμών» ή «χρεωκοπία» και φαντάζεται τα χειρότερα.

Η αλήθεια είναι όμως ότι, ακόμη και εάν ένα κράτος κηρύξει στάση πληρωμών προς τους δανειστές του (αυτό εννοεί ο όρος «χρεωκοπία» κράτους), το κράτος εξακολουθεί να έχει στη διάθεσή του χρήματα από φόρους για πληρωμές των βασικών του λειτουργιών. «Στάση πληρωμών» ή «χρεωκοπία» κράτους στη διεθνή οικονομική αργκό δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν έχει καθόλου χρήματα, αλλά ότι το κράτος παύει να εξυπηρετεί τα δάνειά του.

Άσχετα από το επιθυμητό ή μη μιας στάσης πληρωμών των ελληνικών δανείων, η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί για μια τέτοια περίπτωση, για τον πολύ απλό λόγο ότι το ενδεχόμενο αυτό γίνεται όλο και πιο πιθανό. Πώς όμως θα πρέπει να χειριστεί μια τέτοια κατάσταση; Αυτό που δεν μας λένε: State of Necessity U.N. Law.

Επιμελώς αποκρύπτεται στην Ελλάδα από όλους ότι, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει σε ένα κράτος που βρίσκεται σε κατάσταση δημοσιονομικής αδυναμίας (στα αγγλικά State of Necessity), το δικαίωμα να αναστείλει την πληρωμή των δανείων του.

Αυτό δεν είναι η γνώμη ενός ανώνυμου ή επώνυμου, αλλά όσα κωδικοποίησε η Διεθνής Νομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών (U.N. International Law Commission), από τη εφαρμογή αυτού του κανόνα για πάνω από έναν αιώνα στο διεθνές δίκαιο. Δείτε στο ILC-Yearbook του 1980 πόσα ενδιαφέροντα επιχειρήματα μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα έναντι των δανειστών της (από τη σελίδα 14 και μετά, ειδικά από το σημείο 25 και έπειτα) και αφήστε το ΣΥ.ΡΙ.Ζ.Α. να ζητάει «λογιστικό έλεγχο του χρέους», ενώ η Ελλάδα έχει στο χέρι της τη δυνατότητα να πει ένα νομιμότατο «ελάτε όταν έχω» στους δανειστές της».

Παραθέτοντας εν πρώτοις το «ILC-Yearbook 1980» για να το διαβάσει κανείς (πηγή), καθώς επίσης μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που έχει σχέση με το χρέος και την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ειδικά με το άρθρο 25 που δεν συγκεκριμενοποιεί καθαρά τα κριτήρια που καθορίζουν την έκτακτη ανάγκη ενός κράτους (πηγή), θεωρούμε πολύ πιο ενημερωτική την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου (πηγή), καθώς επίσης αργότερα, όταν έγινε έφεση, του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας (πηγή) – επειδή αναφέρεται στην Αργεντινή που έκανε χρήση του νόμου του Ο.Η.Ε. όταν χρεοκόπησε το 2001, ενώ έχουμε αναφερθεί στην περιπέτεια της σε δύο κείμενα (ανάλυση).

Ειδικότερα, στα δύο γερμανικά δικαστήρια κατηγορήθηκε η Αργεντινή, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο της N. Kirchner, σε σχέση με τις απλήρωτες υποχρεώσεις της απέναντι στους ξένους κατόχους των ομολόγων της – επειδή οι απαιτήσεις των ομολογιούχων μίας χώρας απέναντι σε κάποια άλλη, αντιμετωπίζονται ως εθνικό της ζήτημα και εξετάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια της. Εν προκειμένω έχουμε την υποψία πως η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα στο μέλλον, από τους κατόχους των ομολόγων της που δεν συμφώνησαν με τη διαγραφή του PSI – επειδή θα απευθυνθούν στα δικαστήρια των χωρών τους, όπως συνέβη με την Αργεντινή.
Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο

Περαιτέρω, σύμφωνα με το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι να επιτρέπουν σε μία χώρα να αρνείται την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της απέναντι σε ιδιώτες επενδυτές – με την επίκληση της αδυναμίας πληρωμών, λόγω των κατά καιρούς συνθηκών εκτάκτου ανάγκης στην οικονομία της.

Στη συνέχεια αναφέρεται πως το έτος 2000 η Αργεντινή έλαβε από το ΔΝΤ ένα δάνειο ύψους 39,7 δις $, το οποίο συνοδευόταν από μνημόνια που την υποχρέωναν να περικόψει τις δαπάνες του προϋπολογισμού της – με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης στο νόμισμα της, καθώς επίσης να αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού της στις διεθνείς αγορές, οπότε να ψηφιστεί ο νόμος 25.561 περί εκτάκτου ανάγκης και να οδηγηθεί στη συναλλαγματική μεταρρύθμιση της 6ης Ιανουαρίου του 2002.

Η δημόσια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κηρύχθηκε για την κοινωνία, για την οικονομία, για τη δημόσια διοίκηση, για το χρηματοπιστωτικό και για νομισματικό σύστημα της χώρας – ενώ με τον κανονισμό που υιοθετήθηκε στη βάση των παραπάνω συνθηκών εκτάκτου ανάγκης στις 6 Φεβρουαρίου του 2002, σε σχέση με την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων της και την πληρωμή των χρεών της, η κυβέρνηση προέβη στην αναστολή τους, έτσι ώστε να προβεί στη ρύθμιση τους. Η κήρυξη της Αργεντινής σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης ανανεωνόταν ετήσια, έτσι όπως επιβάλλεται – ενώ στις 15 Δεκεμβρίου του 2005 η χώρα αποπλήρωσε πρόωρα τις υποχρεώσεις της στο ΔΝΤ, ύψους 9,6 δις $.

Συνεχίζοντας, το γερμανικό δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν ήταν σε θέση να κρίνει εάν η Αργεντινή βίωνε πράγματι συνθήκες εκτάκτου ανάγκης το 2007, όπου ασχολήθηκε με το θέμα – ενώ δεν υπήρχαν αποφάσεις άλλων διεθνών δικαστηρίων. Σύμφωνα δε με το νόμο 25 του Ο.Η.Ε., για να δικαιωθεί η Αργεντινή θα έπρεπε να αποδείξει πως η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την οποία κήρυξε, δεν οφειλόταν στην ίδια – κάτι που μάλλον δεν είχε καταφέρει. Με δεδομένο δε το ότι, η οικονομία της το 2003 ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άρα είχε καταπολεμηθεί το πρόβλημα, θα έπρεπε να πληρώσει – με την έννοια πως οι συνθήκες εκτάκτου ανάγκης μπορεί να αναβάλλουν την πληρωμή των χρεών ενός κράτους έως ότου ανακάμψει, αλλά δεν νομιμοποιούν τη διαγραφή τους.

Όσον αφορά τις ίδιες τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, τεκμηριώνονται μόνο εάν δεν μπορεί να λειτουργήσει καθόλου η δημόσια διοίκηση, τα σχολεία κλείνουν, τα νοσοκομεία επίσης κοκ., χωρίς να φταίει το κράτος – κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην Ελλάδα, ενώ η Αργεντινή βίωνε κατά πολύ μεγαλύτερα προβλήματα.

Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο ανάφερε πως οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ισχύουν στα πλαίσια του άρθρου 25 του Ο.Η.Ε., εάν αναγνωριστούν από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών του – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως τα επί μέρους κράτη είναι υποχρεωμένα να τους αποδεχτούν. Εκτός αυτού πως το Διεθνές Δίκαιο δεν αναγνωρίζει ούτε ένα ομοιόμορφο, ούτε ένα κωδικοποιημένο πτωχευτικό δίκαιο για κράτη – οπότε είναι σαν να μην υπάρχει.

Ενδιαφέρουσα εδώ είναι η αναφορά στην Ελλάδα το 1938/39, όπου κηρύχθηκε επίσης σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης από την κυβέρνηση της – έχοντας κατηγορηθεί στο διεθνές δικαστήριο από την «Societe Commerciale de Belgique». Τότε ο συνήγορος της κ. Γιάννης Γιούπης είχε αναφέρει πως ένα κράτος μπορεί να βρεθεί στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ούτε απέναντι στους πιστωτές, ούτε απέναντι στους Πολίτες του – οπότε τίθεται το ερώτημα ποιός από τους δύο πρέπει να υποχωρήσει.

Θεωρήθηκε λοιπόν πως αποτελεί καθήκον της κυβέρνησης να φροντίσει για τη σωστή λειτουργία των ευαίσθητων δημοσίων υπηρεσιών, οπότε η υποχρέωση της αυτή προηγείται των πιστωτών – όπου η βελγική κυβέρνηση ανέφερε πως συμφωνεί μεν με κάτι τέτοιο, αλλά αμφέβαλλε για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της Ελλάδας. Στη συνέχεια άλλαξε την αγωγή της, ισχυριζόμενη πως το δικαστήριο δεν είχε τη αρμοδιότητα να αποφασίσει, εάν πράγματι η Ελλάδα ήταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης – οπότε το δικαστήριο απεφάνθη πως ναι μεν δεν ήταν αρμόδιο να αποφασίσει, αλλά το Βέλγιο θα λάβαινε υπ’ όψιν του τη δυνατότητα ή μη της Ελλάδας να πληρώσει.

Έκτοτε έχει επικρατήσει η άποψη ότι, οι οφειλές ενός κράτους απέναντι στους πιστωτές του δεν προηγούνται σε σχέση με τις υποχρεώσεις του, όσον αφορά την εκπλήρωση των βασικών λειτουργιών του στο εσωτερικό της χώρας του – η μη εκπλήρωση των οποίων θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την υγεία των Πολιτών του.

Παραδόξως πάντως μόνο η Γερμανία πέτυχε τη νόμιμη διαγραφή των χρεών της το 1953, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη για δεύτερη φορά στον 20ο αιώνα – ενώ το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο δεν το αναφέρει καν στην απόφαση του εναντίον της Αργεντινής, αν και χρησιμοποιεί παραδείγματα άλλων χωρών που προσπάθησαν στον Ο.Η.Ε., όπως του Μεξικού, της Σερβίας και του Κονγκό.

Ειδικά όσον αφορά την Αργεντινή αποφάσισε πως παρά τις καταστροφικές οικονομικές συνθήκες της χώρας, οι πιστωτές της μπορούν όχι μόνο να πάρουν τίτλους των απαιτήσεων τους στη Γερμανία αλλά, επί πλέον, πως εάν τα ομόλογα που κατέχουν εμπεριέχουν την άρση ασυλίας (όπως συμβαίνει με τα ελληνικά μετά το PSI), τότε επιτρέπεται να κατάσχουν διεθνή περιουσιακά στοιχεία της Αργεντινής – αποδεικνύοντας πως είναι κατά πολύ πιο αυστηρό από τα αμερικανικά δικαστήρια.
Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, το θέμα τυχόν προσφυγής της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και δεν ανήκει στο δικό μας γνωστικό πεδίο – οπότε απλά προσπαθήσαμε να δώσουμε μία γενική εικόνα, παραθέτοντας τις πηγές των δικαστικών αποφάσεων και τη αναλυτική μελέτη του από δύο επιστήμονες, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να ενημερωθεί λεπτομερώς.

Κατά τη δική μας άποψη πάντως που δεν σημαίνει πως είναι σωστή, μία τέτοια διαδικασία θα είχε πολύ περιορισμένες προοπτικές επιτυχίας – πόσο μάλλον εάν τη συνέδεε κανείς με την έξοδο από την Ευρωζώνη και με ένα νέο εθνικό νόμισμα, ιδίως με τα χιλιάδες έγραφα που έχουν υπογράψει ενδοτικά οι τελευταίες κυβερνήσεις μας, δένοντας την πατρίδα μας κυριολεκτικά χειροπόδαρα.
analyst

Shares